Θεοδώρα Λούφα-Τζοάννου

facebook
 


Αποσπάσματα από το βιβλίο

Η μεγάλη αναμέτρηση

ima

 

…«Όλα κυλούν ήρεμα, σχεδόν τέλεια.

Η ζωή στο σχολείο είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να ονειρευτεί ένα παιδί. Φίλοι, παλιοί και καινούργιοι, που τον περιβάλλουν με αγάπη, καθηγητές που τον αγκαλιάζουν με στοργή, μαθήματα που τον ευχαριστούν και δεν τον δυσκολεύουν και κυρίως ο Πρίγκιπας μαζί του, να τον γεμίζει υπερηφάνεια και σιγουριά με την παρουσία του.

Μα και στο σπίτι, όλα έχουν βρει πια τους ρυθμούς τους. «Έχουν μπει σε μια σειρά», όπως τονίζει συχνά-πυκνά η μητέρα του, ευχαριστώντας τον Θεό για τη βοήθειά Του.
Τόσο καλά είναι τα πράγματα, που ο πατέρας έχει αρχίσει να κάνει σχέδια για ένα δικό τους σπίτι, που με τη βοήθεια των καινούργιων φίλων και συναδέλφων του, θα φτιάξει μόνος του, έτσι που να θυμίζει το παλιό, μα θα είναι πιο σύγχρονο, πιο «μοδέρνο» όπως λέει, κάνοντας τον Ιβάν να τον πειράζει κάθε τόσο.

Τότε τί φταίει και δεν είναι ευτυχισμένος; Γιατί εκεί που είναι μια χαρά, ανάμεσα σε φίλους αγαπημένους και -επιτέλους- γονείς ήρεμους, ο ίδιος νοιώθει ένα ασήκωτο βάρος να πιέζει το στήθος του και να του μαυρίζει τις ημέρες; Γιατί τα βράδια που πέφτει να κοιμηθεί δεν του κολλάει ύπνος, η σκέψη του ξεστρατίζει και τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα; Είναι αχάριστος;

«Επιτέλους τί σου λείπει;» μουρμουρίζει επιπλήττοντας τον εαυτό του με αγανάκτηση και την ίδια στιγμή χαμογελάει πικρά, γιατί κατά βάθος ξέρει. Ξέρει ακριβώς τι του λείπει και δεν τον αφήνει να χαρεί αυτά που θα έπρεπε να τον κάνουν ευτυχισμένο, αν…
Αχ! Αυτό το πικρό ΑΝ.                                                                                                                    

Αυτό το πικρό ΑΝ, που στοιχειώνει τις νύχτες του, που βαλτώνει τα συναισθήματά του, που κάνει την ψυχή του βαριά σαν μολύβι! Αν μπορούσε να μιλήσει σε κάποιον. Μα ποιόν να επιλέξει»…

 

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… -«Αστειεύεστε; Γράμμα στον Άγιο Βασίλη θα γράψετε. Μπορεί να έχει περιορισμούς;

Μπορείτε να ζητήσετε ό,τι θέλετε και αν κάποιος από εσάς θεωρεί ότι αυτό που ζήτησε δεν πρέπει να κοινολογηθεί, δεν έχει παρά να σημειώσει στο γραπτό του και έχετε το λόγο μου ότι θα μείνει μυστικό ανάμεσα σ’ αυτόν, στον Άγιο και στον ενδιάμεσο, δηλαδή εμένα...

…«Τα παιδιά για πρώτη φορά ησυχάζουν αμέσως, ανοίγουν τα τετράδιά τους και αρχίζουν να γράφουν χωρίς χρονοτριβή.                    

 Η καθηγήτριά τους τα παρακολουθεί με μητρικό χαμόγελο, να μεταμορφώνονται σαν από θαύμα, από αγριωποί έφηβοι σε αυτό που πραγματικά είναι, ονειροπόλα, γεμάτα τρυφερότητα και πίστη στο όνειρο παιδιά, που αφήνουν τους εαυτούς τους ελεύθερους να βιώσουν και πάλι τη χαρά της αθωότητας και της πίστης στα θαύματα και στα παραμύθια.

«Ίσως να είμαστε ασυγχώρητοι», συλλογίζεται, «που έχουμε χάσει την πραγματική επικοινωνία με τα παιδιά. Δίνουμε περισσότερο βάρος στα πρακτικά και ξεχνάμε, αιχμαλωτισμένοι και εμείς στα διάφορα πρέπει, τις ανάγκες της ψυχής τους. Τα πιέζουμε, τα πειθαναγκάζουμε, τα στύβουμε πραγματικά και τους κόβουμε αυτό που έχουν ανάγκη για να είναι ευτυχισμένα. Το οξυγόνο της ανεμελιάς, του ονείρου, της φαντασίας και της ελευθερίας. Τους παρέχουμε πολλά. Ίσως τα περισσότερα απ’ ό,τι είχαν ποτέ παιδιά.

Μα είναι τόσο πεζά, τόσο καθημερινά, που τα αφήνουν σχεδόν αδιάφορα. Και τότε τα λέμε αχάριστα, ανικανοποίητα, άπληστα, χωρίς να σκεφτόμαστε ποιος ευθύνεται γι’ αυτό που γίνονται τα παιδιά μας.» …                                                     

… «Ε, λοιπόν, η σημερινή ημέρα της αυτοκριτικής και της αυτογνωσίας, ας είναι και η δική μου ευκαιρία να επωφεληθώ από το θαύμα των Χριστουγέννων. Να επικοινωνήσω, με όσο παιδί έχει απομείνει μέσα μου, με τον Άγιο Βασίλη και να του ζητήσω να με βοηθήσει να αναθεωρήσω την πορεία μου, να απαλλαγώ, όσο μου επιτρέπεται, από τα καταπιεστικά πρέπει και να γίνω καλύτερη σ’ αυτό που πάντα ονειρευόμουν.» …

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 


… «Τί γυρεύει ο Ιβάν από τον Άγιο Βασίλη; Με δυο λόγια, τον ικετεύει, όταν τελειώσει το μοίρασμα των δώρων του σ’ όλα τα παιδιά του κόσμου, να τον εμπιστευτεί και να του δανείσει για λίγο το έλκηθρό του, ώστε να πετάξει μόνο για μια στιγμή κοντά στον παππού και στους φίλους του που έχει αφήσει πίσω και πονά αφόρητα από την απουσία τους.                                                                                              

  -«Αν γίνεται -του λέει- σε ικετεύω, βοήθησέ με να νιώσω τη χαρά των Χριστουγέννων έστω και σαν όνειρο, έστω για μια στιγμή μόνο».
Το τέλος της ανάγνωσης, βρίσκει μια ολόκληρη τάξη ακίνητη, πλημμυρισμένη από συναισθήματα που ίσως και να μην ένιωθε ποτέ αν δεν τα είχε μοιραστεί έτσι, μ’ αυτό τον τρόπο που τα μοιράστηκε.» …

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 


… -«Μα τί έχουμε να χάσουμε; ρωτά ο παππούς.

Έτσι κι’ αλλιώς, ο Πρίγκιπας είναι η μόνη μας ελπίδα. Ας το τολμήσουμε και ο Θεός βοηθός.
-Μη φοβάστε, τους ησυχάζει ο Ιβάν. Θα τα καταφέρει.

Είμαι σίγουρος ότι δεν θα μας απογοητεύσει. Θα δείτε.

Έτσι ο Πρίγκιπας, μετά την υπομονετική καθοδήγηση του Ιβάν, ξεκινά για την πιο δύσκολη και επικίνδυνη αποστολή που έχει αναλάβει ποτέ. 

Φεύγει από το σπίτι κρατώντας στο στόμα του ένα μπαλάκι και αρχίζει να περιπλανιέται εδώ κι εκεί, ψάχνοντας σκουπίδια, μυρίζοντας ξένες πόρτες, «σημαδεύοντας» γωνιές και κήπους, μα πάντα με το μικρό μπαλάκι στο στόμα. Κάποια στιγμή και μετά από περιπλάνηση αρκετών ωρών, καταλήγει στη γειτονιά του Αλεξέι, όπου εντελώς «τυχαία» ανακαλύπτει ένα σωρό σκουπιδιών στην αυλή του και σπεύδει να ψάξει μήπως και βρει εκεί κάποιον πολυπόθητο μεζέ για να χορτάσει την πείνα του.                                                                                                     

Σκαλίζει με ανυπομονησία τα σκουπίδια, αναποδογυρίζει κουτιά, σκίζει σακούλες, μέχρι που ανακαλύπτει κάτι που τον ενδιαφέρει και αρχίζει να γαβγίζει ευχαριστημένος.                                                                                                                             

Ο Αλεξέι ακούει το γάβγισμα και η καρδιά του αναπηδά.                                                                  

«Ο  Πρίγκιπας! Τον έστειλε σίγουρα ο Ιβάν! Για κάτι θέλει να με ενημερώσει ο φίλος μου. Δεν με ξέχασε», συλλογίζεται και αμέσως πετιέται από το κρεβάτι του και βγαίνει έξω, όπου βλέποντας τον χαλασμό που έχει κάνει στο μεταξύ ο Πρίγκιπας, αρχίζει να του φωνάζει τάχα αγριεμένος.

Ο έξυπνος σκύλος απομακρύνεται ενώ ο Αλεξέι αρχίζει να συμμαζεύει  τα σκορπισμένα σκουπίδια, ανάμεσα στα οποία βρίσκεται το μπαλάκι που του άφησε ο Πρίγκιπας. Το παίρνει και το βάζει με τρόπο στην τσέπη του. Συγχρόνως, κατευθύνεται προς την αποθήκη για να πάρει υποτίθεται μερικές σακούλες, να μαζέψει τα σκορπισμένα σκουπίδια. Όταν βγαίνει, αφήνει την πόρτα μισάνοιχτη, ενώ σφυρίζει «ανέμελα» έναν συγκεκριμένο σκοπό.

Το σφύριγμα φτάνει στ’ αυτιά του Πρίγκιπα που περιμένει κρυμμένος ανάμεσα σε μερικούς θάμνους και αμέσως σπεύδει να τρυπώσει στην αποθήκη.

Εκεί τον βρίσκει ο Αλεξέι όταν τελειώνει το «συμμάζεμα» και τον αγκαλιάζει με αγάπη. Συγχρόνως, ανοίγει το σκισμένο μπαλάκι που του έφερε και βγάζει από μέσα
ένα χιλιοδιπλωμένο και πυκνογραμμένο χαρτί με τις οδηγίες που του στέλνει ο φίλος του…                                                                                                                                   

Διαβάζει και ξαναδιαβάζει με λαχτάρα όσα του γράφει, κρατώντας στην αγκαλιά του τον Πρίγκιπα, που και μόνο η παρουσία του, του δίνει κουράγιο για τον σκληρό αγώνα που ήδη άρχισε.
-Θα τα καταφέρουμε φιλαράκο, ψιθυρίζει στον Πρίγκιπα και εκείνος ανατριχιάζει, δείχνοντάς του ότι συμφωνεί μαζί του, αλλά δεν βγάζει τον παραμικρό ήχο, για να μην προδοθεί η παρουσία του.» …

      Από την κοινωνική σειρά «Ιβάν και Πρίγκιπας»

Αποσπάσματα από το βιβλίο

Ιβάν και Πρίγκιπας

ivan

… «Από μένα, του είχε πει με τρεμάμενη φωνή, εκτός από την ευχή και την αγάπη μου, θα πάρεις μαζί σου ένα ακόμα δώρο. Θέλω να πάρεις μαζί σου τον Πρίγκιπα.
-Μα, παππού μου, ο Πρίγκιπας είναι ο αγαπημένος σου, δεν μπορώ να σου τον στερήσω.

-Μπορώ και θέλω εγώ. Άλλωστε, έχω τίποτα πιο αγαπημένο από σένα; Και όμως, σε στερούμαι για το καλό σας. Ε, λοιπόν, θα σταματήσω στον Πρίγκιπα; Γι’ αυτό κάνε μου τη χάρη και πάρ’ τον μαζί σου. Είναι καιρός να γυρίσει και αυτός πίσω στην Πατρίδα των προγόνων του, όπως θα κάμετε και σεις. Βλέπεις, όπως όλοι μας, έτσι και τούτος βαστάει από τους πρώτους εκείνους συντρόφους που έφεραν μαζί τους οι δικοί μου παππούδες, όταν παιδιά ακόμα έφτασαν εδώ.

-Ναι, ξέρω. Είναι η συνέχεια του Μούργου και της Χιονάτης.
-Ακριβώς. Είναι ένα γνήσιο Ελληνικό τσοπανόσκυλο, φύλακας και φίλος ανεκτίμητος, που κρατήθηκε καθαρόαιμος με χίλιες προσπάθειες και ήρθε τώρα ο καιρός να γυρίσει εκεί απ’ όπου κατάγεται η γενιά του. Στο κάτω-κάτω, αυτός είναι ένας «ευγενής», με τίτλους και περγαμηνές, που το παρελθόν του χάνεται χιλιάδες χρόνια πίσω, στην αρχαία Ελλάδα, και δικαιωματικά πρέπει να επιστρέψει.

Οι προσπάθειες του παππού  να αστειευτεί πήγαν βέβαια χαμένες, γιατί ο πόνος του αποχωρισμού δεν άφηνε τέτοια περιθώρια. Και ο Ιβάν δεν μπόρεσε ούτε μια στιγμή να χαμογελάσει με τις «περγαμηνές» του Πρίγκιπα, ούτε τότε που τις ανέφερε ο παππούς, ούτε τώρα που το ξανασκέφτεται.»…

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… «Αχ, μανούλα μου», σκέφτεται τώρα ο Ιβάν, τρέμοντας. «Αυτό ακριβώς φοβάμαι. Αυτή η ώρα με τρομάζει και μου λύνει τα γόνατα, όπως και το τι με περιμένει όταν θα μπω στην τάξη και θα βρεθώ απέναντι σε είκοσι πέντε άγνωστα, ξένα παιδιά, που θα έχουν καρφωμένα τα μάτια τους πάνω μου! Και εγώ θα πρέπει να τα πλησιάσω, να τους μιλήσω, να μπω ανάμεσά τους, να καθίσω πλάι τους, να γίνω ένα μαζί τους, αν το μπορέσω! Αν μου το επιτρέψουν!»

Όλη αυτή την ώρα, στέκεται σε μια γωνιά αμήχανος και περιμένει να χτυπήσει το κουδούνι για να πάει στην τάξη που του υπέδειξε μία κυρία, από την προηγούμενη ημέρα, όταν ήρθε με τους γονείς του για να τον γράψουν.

Ήταν συμπαθητική. Του μίλησε ωραία και τον έκανε να αισθάνεται σχεδόν ήρεμος.

Σήμερα, όμως, αν δεν τρεπόταν, θα το έβαζε στα πόδια, αλλά τί να πει στους γονείς του, που θα τον ρωτούσαν σίγουρα γιατί φάνηκε τόσο δειλός; Έτσι, στέκεται και περιμένει υπομονετικά, με μοναδική συντροφιά και πηγή δύναμης, τον Πρίγκιπα, που κάθεται στητός έξω από τα κάγκελα και τον κοιτάζει στα μάτια, βγάζοντας κάθε λίγο ένα σιγανό γρύλισμα, ίσα-ίσα να το ακούν οι δυο τους, σα να θέλει να τον καθησυχάσει και να τον διαβεβαιώσει ότι θα είναι εκεί, φίλος και φύλακάς του άγρυπνος.

Και παίρνει πραγματικά κουράγιο ο Ιβάν. Σκέφτεται και τα λόγια του παππού: «Πρόσεξε, μικρέ, μη με ντροπιάσεις εκεί κάτω στην πατρίδα. Θέλω όλοι να σε δείχνουν με καμάρι και να λένε ότι αυτό το παιδί που μας ήρθε από μακριά, είναι ένα άξιο δικό μας παιδί και το αγαπάμε.» …

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… -«Δεν σε καταλαβαίνω, Ιβάν. Εσένα γιατί σ’ ενδιαφέρουν όλα αυτά;
-Επειδή κινδυνεύει ένα παιδί, και πιστεύω ότι μπορώ να βοηθήσω. Τουλάχιστον να προσπαθήσω να βοηθήσω.


-Αυτή η αυθόρμητη δήλωση, τους αφήνει όλους βουβούς. Ένα παιδί δίνει μαθήματα μεγαλοψυχίας και ανθρωπιάς που πραγματικά τους συγκλονίζουν, γι’ αυτό και για λίγο πέφτει απόλυτη σιωπή, που το φέρνει σε πραγματικά δύσκολη θέση.  

  Κοιτάζει αμήχανο τριγύρω τα ξαφνιασμένα πρόσωπα που το περιβάλλουν και ενώ τα μάτια του βουρκώνουν, ψελλίζει με παράπονο:
-Μα τί έκανα; Είπα κάτι που δεν έπρεπε;


-Όχι, αγόρι μου, μην ανησυχείς. Απλώς είναι κάποιες στιγμές που εμείς οι απλοί άνθρωποι ξαφνιαζόμαστε όταν συνειδητοποιούμε ότι έχουμε ανάμεσά μας, δίπλα μας, αυτό που λέμε ξεχωριστές ψυχές. Και η δική σου η ψυχή είναι πραγματικά ξεχωριστή.
-Σας παρακαλώ, μη με κάνετε να νιώθω ακόμα πιο άσχημα. Δεν έκανα κάτι για να μου λέτε τέτοια πράγματα. Απλώς, νομίζω ότι μπορώ, μπορούμε θέλω να πω, να βοηθήσουμε και το είπα. Είναι τόσο σπουδαίο αυτό;» … 

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… «Ο Ιβάν έχει γίνει κατακόκκινος. Αισθάνεται αμηχανία μπροστά σ’ αυτόν τον άνθρωπο που ξεγυμνώνει την ψυχή του σε ένα παιδί και γεμάτος συντριβή, του γυρεύει συγχώρεση για τα σφάλματά του.
-Σας παρακαλώ του λέει αμήχανος. Σας ικετεύω, σταματήστε. Αισθάνομαι άσχημα με όλα αυτά. Είμαι χαρούμενος που ο Αντώνης θα γίνει καλά. Όλα τα άλλα περιττεύουν.

-Όχι, αγόρι μου. Δεν περιττεύουν. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που ένιωσα τι θα πει πραγματικό ανθρώπινο ενδιαφέρον. Πρώτη φορά κάποιος έβαλε σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή για να κάνει κάτι καλό για μένα, και μάλιστα για το μονάκριβο παιδί μου, που είναι ο αποκλειστικός σκοπός της ζωής μου. Σου οφείλω τη ζωή του παιδιού μου και σε παρακαλώ να μου επιτρέψεις να κάνω κάτι και εγώ για σένα. Όχι ότι μπορώ να σου ανταποδώσω το καλό που μου έκανες, αλλά σαν μια μικρή ένδειξη της ευγνωμοσύνης που νιώθω. Πες μου τι μπορώ να κάνω και θα γίνει αμέσως.

-Μα…
-Σε παρακαλώ. Αν θέλεις να πάψω να αισθάνομαι ντροπή για τη συμπεριφορά μου, αν με έχεις συγχωρέσει, πρέπει να μου δώσεις μια ευκαιρία.
-Καλά, λοιπόν. Αφού επιμένετε, θα σας ζητήσω κάτι που για μένα έχει μεγάλη σημασία.
-Μπράβο! Πες το μου και θα γίνει.

-Θέλω να δεχτείτε το κουταβάκι που σας έφερα πριν από λίγες ημέρες. Να πάρετε το γιο του Πρίγκιπα, να τον μεγαλώσετε και να τον κάνετε φύλακα στα κοπάδια σας. Είναι από σπουδαία ράτσα, καθαρόαιμος Ελληνικός Ποιμενικός, σκυλί γεννημένο για να φυλάει κοπάδια, να τα προστατεύει από τ’ αγρίμια και να προλαβαίνει τις ζημιές που προκαλούν στην προσπάθειά τους να βρουν τροφή.

-Μα αυτό είναι ένα ακόμα δώρο από μέρους σου. Όχι από μένα για σένα.

-Κάνετε λάθος. Αυτό θα είναι ένα δώρο και από τους δυο μας προς τη φύση και τις μελλοντικές γενιές. Γιατί, όπως μου έλεγε συχνά ο παππούς μου, «μόνο αν μάθουμε να συνυπάρχουμε όλα τα δημιουργήματα του Θεού σ’ αυτόν τον παράδεισο που λέγεται γη, μόνο αν μάθουμε να σεβόμαστε τις ανάγκες και τα δικαιώματα και των πιο μικρών δημιουργημάτων, προστατεύοντας απλώς τα δικά μας και όχι επιβάλλοντας τους δικούς μας κανόνες, μόνο τότε η ζωή θα μπορέσει να συνεχιστεί και αυτό που κληρονομήσαμε για να το χαρούμε και να το απολαύσουμε, θα το παραδώσουμε όπως έχουμε χρέος και σ’ αυτούς που θα ακολουθήσουν μετά από μας.»

Με λίγα λόγια, σας ζητώ να προστατεύσετε τα ζώα σας χωρίς όμως να αφανίζετε τα υπόλοιπα που δεν σας ανήκουν. Και σ’ αυτό είμαι βέβαιος ότι θα είναι πολύτιμος βοηθός ο μικρός Πρίγκιπας, που θα σας φέρω. Ο παππούς μου έλεγε ότι ο κόσμος μας χωράει όλους, αρκεί να χωρούν και οι καρδιές μας την αγάπη που χρειάζεται για να συνυπάρχουμε αρμονικά.» …

Αποσπάσματα από το βιβλίο

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1821

mi7

… «Όλοι τούτοι», και δείχνει τον Σέκερη, «με φωνάζουν Καπετάνιο μπροστά μου και Γέρο πίσω μου. Εσύ, αν θέλεις, λέγε με “Παππούλη”. Άλλωστε, εγγόνι μου είσαι κι εγώ έχω το δικαίωμα ν’ ακούσω αυτή τη γλυκιά λέξη έστω για μια φορά στη ζωή μου».
«Παππούλη!» κάνει ξαφνιασμένος ο Νικόλας. «Αλήθεια; Μπορώ; Έχω το δικαίωμα και την τιμή να αποκαλώ Παππούλη τον Κολοκοτρώνη!»
«Το δικαίωμα, όπως το λες, το ’χεις από τη γενιά σου. Ελληνόπουλο δεν είσαι; Ε, λοιπόν, είσαι εγγόνι μου. Και μην τολμήσεις να με πεις αλλιώς γιατί χάθηκες».
Και μεμιάς, «παππούς», «εγγονός» και Σέκερης βρίσκονται σφιχταγκαλιασμένοι, να γιορτάζουν το σμίξιμο των αιώνων σε μια στιγμή, να πανηγυρίζουν την αιωνιότητα της φυλής και να ονειρεύονται τη συνέχεια της ζωής και της ιστορίας. Και όταν χορταίνουν οι ψυχές τους, κάθονται όλοι μαζί στον χαμηλό σοφά και αρχίζουν μια μακριά συζήτηση.
Ο Σέκερης ρωτά τον Γέρο για το ταξίδι του, για το πως νιώθει που ξαναβρίσκεται στον Μοριά και κυρίως τι γίνεται με τις προετοιμασίες. Εκείνος κουνάει το κεφάλι του, μένει για λίγο συλλογισμένος κι ύστερα απαντά χαμογελώντας.
«Ρωτάς πώς νιώθω; Πού να βρω λόγια να σου το πω, γιε μου; Να, σαν να ’φυγε ένας βράχος που πλάκωνε τα στήθια μου και για πρώτη φορά από τότε που ένιωσα τον κόσμο να μπορώ να ανασαίνω λεύτερα. Όσο για το ταξίδι μου, ούτε που θυμάμαι πώς ήταν. Μάλλον έφτασα πετώντας όταν πήρα την ειδοποίηση να γυρίσω πίσω».

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… «Μια σφαίρα βρίσκει τον αδελφό του, τον Δήμο και τον ξαπλώνει νεκρό. Ο Διάκος τρέχει κοντά του, βάζει οχύρωμα το άψυχο κορμί του αδερφού του και μάχεται με μανία, πυροβολώντας ταυτόχρονα με το τουφέκι και με την πιστόλα του. Κάποια στιγμή ο Νικόλας βλέπει με φρίκη το τουφέκι του να κοκκινίζει από το πύρωμα και να αχρηστεύεται. Το ίδιο συμβαίνει σε λίγο και με την πιστόλα του. Τα πετάει μακριά, σέρνει το σπαθί του και συνεχίζει.
Μια σφαίρα όμως, σπάζει το σπαθί, ενώ μια δεύτερη, τον βρίσκει στον ώμο και τον τσακίζει. Με το ένα του χέρι άχρηστο και άοπλος πια, πέφτει στα χέρια των αντιπάλων του, που τον αρπάζουν και τον οδηγούν στον Βρυώνη. Τα πόδια του δεν τον κρατούν, μα η περηφάνια του δεν του επιτρέπει να λυγίσει. Δαγκώνει τα χείλη και προχωρά μέχρι το αρχηγείο του Πασά.
«Εσύ ’σαι ο Διάκος;» ρωτά εκείνος με θαυμασμό, που μάταια προσπαθεί να κρύψει.
«Εγώ», του αποκρίνεται μονολεκτικά, ορθώνοντας το κορμί του.
«Και τι σας έπιασε, ορέ, και πήρατε τ’ άρματα;» «Τη λευτεριά μας γυρεύουμε, Πασά, γι’ αυτήν πολεμάμε». «Είσαι παλικάρι, ορέ Διάκο, μα θα χαθείς ανώφελα. Παράτα τα κι έλα μαζί μας. Γίνε Τούρκος, μπρε, και ό,τι γυρέψεις είναι δικό σου».
Ο Διάκος τον κοιτάζει ανέκφραστος για λίγο κι ύστερα του απαντά ήρεμα:
«Ούτε εγώ το θέλω ούτε εσένα ωφελεί να σε δουλέψω. Εγώ Έλληνας γεννήθηκα κι Έλληνας θα πεθάνω. Κάμε λοιπόν ό,τι νομίζεις και μη χάνεις τον χρόνο σου». Ο Ομέρ, τον κοιτάζει αμίλητος. Τον θαυμάζει. Φαίνεται στο βλέμμα του, μα δεν τολμά να του φερθεί ανάλογα για να μην τον κατηγορήσουν οι δικοί του.
Και προφανώς, για να βγάλει την ευθύνη από πάνω του, τον στέλνει στον Κιοσέ Μεχμέτ, που και εκείνος προσπαθεί να τον πείσει να προσκυνήσει. Έμπειροι στρατιωτικοί και οι δύο, γνωρίζουν πολύ καλά την εντύπωση που θα δημιουργούσε μια λιποταξία του Διάκου. Είναι ξακουσμένος, σπου- δαίος ανάμεσα στους Ρωμιούς και θα ήταν μεγάλη επιτυχία για τους σκοπούς τους αν γινόταν δικός τους.
Και οι δικές του όμως προτάσεις, έχουν την ίδια αντιμετώπιση από τον Διάκο, που χάνοντας την υπομονή του, ξεσπά με θυμό στα ταξίματά του:
«Να πάτε να χαθείτε κι εσείς και η πίστη σας! Γεννήθηκα Έλληνας, το ξαναείπα, κι Έλληνας θα πεθάνω». Ο Νικόλας που παρακολουθεί με πιασμένη την ανάσα, όλη αυτή την περιπέτεια, ανατριχιάζει σύγκορμος με την αντίδραση του ήρωα, γιατί νιώθει ότι με τα λόγια του υπέγραψε τη θανατική του καταδίκη.
Ο Κιοσέ Μεχμέτ καλεί τον σεΐζη του (ιπποκόμο-υπηρέτη) και του λέει:
«Πάρ’ τονε, ορέ, τον γκιαούρη (άπιστο) και ρίχ’ τονε στα σίδερα».

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… «Από εμένα τον Θοδωράκη Κολοκοτρώνη, άρχοντα των ακαταμάχητων Ελληνικών στρατευμάτων, εις εσένα τον Μουσταφά Κεχαγιά Βελή:… Νόμισες ότι επειδή πέρασες εύκολα στον Μοριά με τους μισθοφόρους σου, θα μας τρόμαζες και με ανόητη υπερηφάνεια τόλμησες να χτυπήσεις τον ηρωικό στρατό μας στο Βαλτέτσι, με αποτέλεσμα να πάθεις όσα έπαθες και να πάρεις στον λαιμό σου τους δικούς σου. Σου στέλνω λοιπόν αυτό το γράμμα για να “σπάσετε πλάκα”, γιατί εμείς έχουμε διαταγή από τον Πρίγκιπα να πολεμήσουμε όχι μόνο τους Τούρκους, αλλά και όσους από τους δικούς μας σκέφτονται σαν εσάς. Αυτά σου είναι αρκετά για να καταλάβεις και να ξέρεις ότι, αν δεν υπακούσεις να παραδώσεις τα άρματα, θα σου τα πάρουμε με την ανδρεία μας. Και αν θέλεις δοκίμασε άλλη μία φορά, παλικαρίσια, αν σου βαστά, να έλθεις σαν παλικάρι ταχτικά κατά πάνω μου. Αλλιώς έρχομαι εγώ κατά πάνω σου αφού θα σε έχω προειδοποιήσει μία ημέρα πρωτύτερα για να ετοιμασθείς. Αυτά και καλή αντάμωση στο σαράγι σου μέσα.

Θοδωράκης Κολοκοτρώνης, πρώτο έτος ελευθερίας».

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… «Κάποτε οι κρότοι σταματούν. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονται πια είναι το λαχάνιασμα των ζωντανών, οι κραυγές των τραυματισμένων και οι σάλπιγγες που δίνουν το σήμα του τέλους της μάχης. Μιας μάχης που στοίχισε χίλιους διακόσιους νεκρούς στον Ιμπραήμ και οχτακόσιους στους Έλληνες. Ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Παπαφλέσσας, που έπεσε με το σπαθί στο χέρι. Είναι 20 Μαΐου του 1825. Καρδιά της άνοιξης και η φύση έχει τους δικούς της κανόνες. Ένα δροσερό αεράκι παίρνει μακριά τους καπνούς, δροσίζει τα φλογισμένα πρόσωπα των ζωντανών και χαϊδεύει τα δέντρα που φουρφουρίζουν ειρηνικά. Και ανάμεσα στη φρίκη και την ηρεμία, ο νικητής Ιμπραήμ πλησιάζει το ταμπούρι του αντιπάλου του αναζητώντας το άψυχο σώμα του. Το βρίσκουν, μα χωρίς το κεφάλι του, που έχει αποκοπεί. Διατάζει να το βρουν, να το πλύνουν και να το τοποθετήσουν στη θέση του. Και όταν οι εντολές του εκτελούνται, πλησιάζει, στέκεται μπροστά στον νεκρό αντίπαλό του και παρατηρεί εντυπωσιασμένος το «ολοζώντανο» πρόσωπο με τα ολάνοιχτα μάτια, τα σφιγμένα χείλη και την τρομαχτική αποφασιστικότητα που εκπέμπει η έκφρασή του. Λένε ότι αφού έμεινε για κάμποσο ακίνητος, πλησίασε, έσκυψε και ασπάστηκε τον νεκρό».

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

… «Γεώργιε, θα ζήσει;»
Ο Σέκερης τον αγκαλιάζει στοργικά και αναλαμβάνει και πάλι τον άχαρο ρόλο να του πει πικρές αλήθειες. «Όχι, Νικόλα μου. Ο ανυπότακτος Καραϊσκάκης, ανήμερα της γιορτής του, έχασε τη σπουδαιότερη μάχη της ζωής του. Τη μάχη για τη δική του ζωή. Αυτή η απώλεια, μας καταρράκωσε όλους και περισσότερο τον Κολοκοτρώνη, που τον πίστευε, τον προστάτευε και τον αγαπούσε παρ’ όλες του τις ιδιορρυθμίες και τα ξεσπάσματα. Μου είπαν ότι μόλις πληροφορήθηκε το θλιβερό νέο για τον θάνατο του αγαπημένου του Γιωργή, έπεσε καταγής, σταύρωσε τα πόδια οκλαδόν, έλυσε τα μαλλιά του και τον μοιρολογούσε κλαίγοντας μέχρι την άλλη μέρα τα χαράματα. Κάποιος από τους άντρες του πλησίασε και του είπε: “Φτάνει, Καπετάνιε μου! Ούτε το παιδί σου δεν έκλαψες έτσι!” Και ο Κολοκοτρώνης τού απάντησε: “Τότε έκλαιγα το παιδί μου. Τώρα κλαίω την Πατρίδα”».

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… Καλή Αντάμωση

... «Κι έτσι, Νικόλα μου, μετά από θυσίες και ολοκαυτώματα, μετά από δοκιμασίες, που έμοιαζαν αξεπέραστες, που κάποιες στιγμές μάς έκαμψαν, αλλά δεν μας σταμάτησαν, καταφέραμε ώστε “ένας τόπος κι ένας χώρος, να ματαειπωθεί Ελλάς”, όπως λέει ο Μακρυγιάννης. Και τώρα, μπορείς να βάλεις και την Τελεία και την Παύλα που με τόση λαχτάρα επιθυμούσες».
Ο Νικόλας, χαμένος ανάμεσα σε αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα δεν ξέρει αν χαίρεται ή αν λυπάται. Και μουδιασμένος ρωτά ψιθυριστά: «Και τώρα, Γεώργιε, λέμε αντίο;» Ο νεαρός ήρωας γονατίζει μπροστά του, τον αγκαλιάζει και του λέει με βεβαιότητα:
«Τώρα, πολύτιμε συνταξιδιώτη μου, λέμε Καλή Αντάμωση!» Και χάνεται από τα μάτια του.»

 

Αποσπάσματα από το βιβλίο

ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΚΩΝ

hnaria


… «Κάθε τους βήμα ήταν και μια αποκάλυψη. Κάθε αντικείμενο, κάθε βιβλίο, φωτογραφία, χαρτί ή σφραγίδα, τους έκανε να ανατριχιάζουν από τις μνήμες και την ιστορική δύναμη που έκλεινε μέσα του.

Μπροστά στα έκπληκτα και συγκινημένα μάτια τους άνοιξαν διάπλατα οι πύλες της γνώσης και τους φανέρωσαν το Τρομερό Μυστικό της Φιλικής Εταιρείας.
Το Μυστικό, που για να κρατηθεί, κάποιοι απλοί άνθρωποι πριν από 180 χρόνια είχαν το κουράγιο να ακουμπήσουν το χέρι τους στο Ιερό Ευαγγέλιο και να ορκιστούν ότι θα έδιναν τη ζωή τους για να το προστατέψουν.΄Ηταν το Άγιο Μυστικό του Αγώνα για την ελευθερία. Του αγώνα και της θυσίας για την Ελλάδα.

Το έγραφαν άλλωστε ξεκάθαρα και οι σημαίες και οι σφραγίδες που ήταν εκτεθειμένες στο Μουσείο: «Η.Ε.Α.Η.Θ.Α. Ή ελευθερία ή θάνατος».
Δύο φράσεις. Μόνο δύο απλές φράσεις που θα ράγιζαν και πέτρα με τη δύναμη και την αποφασιστικότητα που έκλειναν μέσα τους. 

Και λίγο πιο πέρα, μια σκηνή που σε τρομάζει με την απλότητα και τη δύναμή της: Δυο άντρες μπροστά από ένα τραπέζι, με το ένα χέρι στην καρδιά και το άλλο στο Ευαγγέλιο, ορκίζονται. «Ο ΟΡΚΟΣ ΤΩΝ ΦΙΛΙΚΩΝ» επεξηγεί η πινακίδα κάτω από τον πίνακα.

Τα μάτια όλων είναι βουρκωμένα και ο νους χαμένος σε σκέψεις. Μα την κατανυκτική σιωπή διακόπτει η πνιγμένη από τη συγκίνηση φωνή του Νικόλα:
-Και εγώ ορκίζομαι. Ορκίζομαι να σας βρω και να μάθω!» ...

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… «Αφού περνούν κάποια λεπτά για να συνέλθουν όλοι, ο Σέκερης απευθύνεται στον Σκουφά και με μεγάλη σοβαρότητα του ανακοινώνει τις αποφάσεις του.

-Οι τρεις ημέρες που  μου έδωσες πέρασαν, του λέει, και η απόφασή μου παραμένει η ίδια. Εδώ στο τραπέζι έχω το κερί και το εικόνισμα που μου ζήτησες.
Είναι η εικόνα του Αγίου Δημητρίου που γιορτάζει σήμερα και εγώ είμαι στη διάθεση τη δική σου και του σκοπού μας.

-Γεώργιε, έχεις ακόμα καιρό. Σκέψου τι πας να κάνεις.

-Δεν έχω να σκεφτώ τίποτα. Αποφάσισα. Τώρα είναι η δική σου η σειρά. Με θεωρείς άξιο να μάθω; Αν ναι, προχώρα. Αν όχι, σημαίνει ότι απέτυχα να σε πείσω και άρα δεν αξίζω την τιμή.

-Σώπα.Η τιμή που λες είναι δική μου, γι’ αυτό πλησίασε και πάρε αυτό εδώ. Και βάζοντας το χέρι στην τσέπη του, βγάζει ένα κομμάτι χαρτί και του το δίνει.

-Είναι ο μικρός όρκος, του λέει. Διάβασέ τον τρεις φορές να τον ακούσω.

Ο Σέκερης παίρνει τον όρκο με χέρια που τρέμουν από συγκίνηση και με φωνή βραχνή, διαβάζει:
-«Ορκίζομαι εις το όνομα της Αληθείας και της Δικαιοσύνης, ενώπιον του Υπερτάτου Όντος ότι θυσιάζων και την ιδίαν μου την ζωήν και έτοιμος να υπομείνω τα σκληρότερα μέτρα, θέλω φυλάττει μυστικόν καθ’ όλην την δύναμιν της τελειότητος του μυστηρίου εκείνον το οποίον μέλλει να μου εξηγηθεί και πως θ’ αποκριθώ με όλην την αλήθειαν σ’ ό,τι ερωτηθώ.»…

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… «Σαν τελειώνει και ο μεγάλος όρκος, ο Σκουφάς σφίγγει στην αγκαλιά του το Σέκερη, τον φιλάει σταυρωτά και τον καλωσορίζει επίσημα στους κόλπους της Εταιρείας.

-Σήμερα, λέει βραχνά, είναι ημέρα γιορτής και θα έπρεπε να τη γιορτάζουμε από  εδώ και πέρα κάθε χρόνο. Σήμερα η Εταιρεία απόχτησε το πρώτο παιδί της, εσένα, αδελφέ Γεώργιε και έλαχε σε μένα η τιμή να σε δεχτώ πρώτος στην αγκαλιά μου. Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό και εύχομαι ν’ ακολουθήσουν τα βήματά σου πολλοί ακόμα Πατριώτες.

Ο Σέκερης, που δεν εμπιστεύεται τη φωνή του από τη συγκίνηση, περιορίζεται σ’ ένα σιωπηλό γνέψιμο. Ύστερα ανοίγει ένα μικρό μπαούλο που βρίσκεται πλάι στο γραφείο, παίρνει από μέσα μια φούχτα γρόσια και τα βάζει στα χέρια του Σκουφά.

-Αυτά έχω όλα κι’ όλα, του λέει. Σου τα δίνω για την κάσα της Εταιρείας μας. Εγώ πλέον δεν έχω ανάγκη από αυτά. Βρήκα το σκοπό μου και αυτό μου αρκεί.» …

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… -«Και πώς είναι τα πράγματα εκεί κάτω στην Πατρίδα;

-Άσχημα. Πολύ άσχημα. Η σκλαβιά έγινε αβάσταχτη και ο κόσμος υποφέρει. Όσοι μπορούν αρπάζουν τ’ άρματα και βγαίνουν στα βουνά. Οι υπόλοιποι σκύβουν το κεφάλι και δέχονται τη μοίρα τους. Ραγιάδες, Υψηλότατε. Οι περισσότεροι είναι ραγιάδες.
Και ο Τούρκος αποθρασύνεται και η ψυχή τους όλο και μαυρίζει.

-Μα γιατί δεν κάνουν επιτέλους κάτι; ρωτάει θυμωμένα σχεδόν ο Υψηλάντης. 
Γιατί δέχονται να υπομένουν αυτό το μαρτύριο έτσι;

-Γιατί δεν μπορούν. Γιατί δεν έχουν που να στραφούν για βοήθεια και συμβουλή. Γιατί όλοι όσοι θα μπορούσαμε να κάνουμε αυτό το κάτι που λέτε, φύγαμε. Αφήσαμε πίσω την Πατρίδα και τους συμπατριώτες μας και πήραμε των ομματιών μας αναζητώντας μια ψευδαίσθηση ελευθερίας σε ξένους τόπους, φιλόξενους μα πάντα ξένους.

-Μα δεν απόμεινε κανένας; Και οι Αμαρτωλοί; Οι Κλέφτες; Οι Καπεταναίοι;

-Αυτοί όλοι θέλουν, και το αποδεικνύουν παίζοντας καθημερινά το κεφάλι τους. Τους λείπει όμως κάτι σπουδαίο.

-Και ποιό είναι αυτό;  Όπλα; Χρήματα;

-Όχι εξοχότατε. Μια κεφαλή. Ένας αρχηγός που θα μπει μπροστά, θα τους δείξει το δρόμο και θα τους οδηγήσει. Ύστερα, εκείνοι ξέρουν το χρέος τους και θα το κάμουν.

-Κάτι προσπαθείς να μου πεις ή κάνω λάθος;»…

Αποσπάσματα από το βιβλίο

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ

kp11

… «Λάμπει η Εκκλησία και μοσχοβολάει το θυμίαμα. Το τρεμάμενο φως των κεριών και των καντηλιών σκορπίζει χιλιάδες ανταύγειες όπως αντανακλά πάνω στα χρυσοστόλιστα άμφια των κληρικών και στα ψηφιδωτά του Ναού. Οι μορφές των Αγίων φαντάζουν πιο κοντινές, σχεδόν ζωντανές και οι μελωδίες των ψαλμών θαρρείς ότι βγαίνουν από τα στόματα των αγγέλων του τρούλου και του τέμπλου.

Η τελετή αρχίζει με το ντύσιμο του Κωνσταντίνου από το Μητροπολίτη. Η στολή του στρατιώτη δίνει τη θέση της στην πορφύρα ενώ τα χρυσοκέντητα τσαγκία* ολοκληρώνουν την αμφίεση. Τώρα όλα είναι έτοιμα. Αργά-αργά κατεβαίνει από τον άμβωνα ο Κωνσταντίνος και παίρνει θέση μπροστά στο Ιερό, κάτω από τον μεγάλο πολυέλαιο. Στο δάπεδο, φτιαγμένος από ψηφίδες, ένας περίτεχνος δικέφαλος, απλώνει τα φτερά του. Και εκεί ακριβώς πηγαίνει και στέκεται ο μελλοντικός φύλακάς του.

Οι ψαλμωδίες κορυφώνονται. Οι καμπάνες αχολογούν σ’ όλο το Μυστρά. Το θυμίαμα σκορπίζεται ως έξω. Και το συγκεντρωμένο πλήθος αναρριγεί από συγκίνηση.

Οι ιερείς βγαίνουν στην Ωραία Πύλη. Γονατίζει ο Κωνσταντίνος. Ο Μητροπολίτης κατεβαίνει τα δύο-τρία σκαλοπάτια του Ιερού και στέκεται μπροστά στο γονατισμένο Δεσπότη. Στα χέρια του λάμπει ολόχρυσο το στέμμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με κινήσεις αργές, τελετουργικές, μα και με συγκίνηση μεγάλη, που κάνει τα χέρια του να τρέμουν, εναποθέτει το στέμμα στο σκυμμένο κεφάλι του Κωνσταντίνου.

Εκείνη τη στιγμή, το συγκεντρωμένο πλήθος, σαν ένας άνθρωπος, σαν μια ψυχή, ξεσπάει σε ζητωκραυγές ασταμάτητες:

ΑΞΙΟΣ – ΑΞΙΟΣ – ΑΞΙΟΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ ΠΟΛΛΑ ΤΑ ΕΤΗ ΠΟΛΛΑ ΠΟΛΛΑ» …

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… «Κοντεύουν δυο μήνες που μας χτυπούν οι καταραμένοι, συμπληρώνει τρίζοντας με λύσσα τα δόντια του. Δυο μήνες και δε λένε να το βάλουν κάτω. Όμως ούτε κι εμείς θα τους κάνουμε τη χάρη να λυγίσουμε. Έτσι δεν είναι παιδιά; ρωτάει τους στρατιώτες τριγύρω.

-Έτσι Τουρμάρχη! (*) φωνάζουν εκείνοι και τα μάτια τους αστράφτουν. Ή θα νικήσουμε ή θα πέσουμε μαζί σου. Την Πόλη πάντως δεν την αφήνουμε στους Μεμέτηδες. Και με τα λόγια αυτά πετιούνται όλοι όρθιοι λες και έφυγε ξαφνικά όλη η κούραση από πάνω τους. Λες και μόλις τώρα ξεκινούν ξεκούραστοι και αποφασισμένοι.

Ο Νικόλας σαστίζει. Τους κοιτάζει και δεν πιστεύει στα μάτια του. Πώς αυτοί οι κατάκοποι άνθρωποι, με δυο λόγια του αρχηγού τους, ξαναζωντάνεψαν και πετάχτηκαν έτσι;

-Αυτό είναι θαύμα, ψιθυρίζει με κατάπληξη και ο Δημήτριος που τον ακούει γυρίζει και του χαμογελάει με αγάπη.

-Ακριβώς, Νικόλα μου. Αυτή είναι η σωστή λέξη. Το θαύμα της φυλής μας. Η ευλογία και η κατάρα μας μαζί. Να πρέπει να καούμε για να ξαναγεννηθούμε από τις στάχτες μας. Ναι, είναι θαύμα και με τη δύναμή Του πιστεύουμε ότι θα τα καταφέρουμε και αυτή τη φορά να διώξουμε τους Αγαρηνούς και να σώσουμε την Πόλη. Όμως φτάνουν τα λόγια. Δεν έχουμε καιρό.» …

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… «Είναι περίπου τρεις η ώρα, η πιο βαριά ώρα της νύχτας πριν το ξημέρωμα, όταν ο ουρανός φλογίζεται από τα κανόνια, τους πυρσούς, τις φωτιές και τα όπλα των απίστων.

Η νύχτα αυτή έμελλε νε μείνει αξημέρωτη για τη Ρωμιοσύνη, αφού λίγο μετά τις πρώτες εκρήξεις, λίγο μετά τους πρώτους κανονιοβολισμούς, μια φωνή τρομαχτική, ένα ουρλιαχτό τερατώδες σκεπάζει κάθε άλλον ήχο απ’ άκρη σ’ άκρη στη Βασιλεύουσα. «Η Πόλις Εάλω». Δηλαδή αλώθηκε, κυριεύτηκε, σκλαβώθηκε η Κωνσταντινούπολη.

Νεκρική σιγή που τη σκεπάζει ο τρόμος, επικρατεί στην Εκκλησία. Τα μάτια διάπλατα στρέφονται στο Θεό. Τώρα μόνο Αυτός μπορεί να τους σώσει.

Απέξω ακούγονται ουρλιαχτά, πυροβολισμοί,, θρήνοι, μαζί με σάλπιγγες και ξενόγλωσσους αλαλαγμούς. Οι κατακτητές πλησιάζουν.» …

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… «Τρόμαξα, καπετάνιε. Τρόμαξα πολύ. Χάθηκαν όλα. «Εάλω η Πόλις», φωνάζει. Μα την ίδια στιγμή, γεμάτο μια ανήσυχη ελπίδα, ρωτάει:

-Είναι αλήθεια; Πες μου εσύ που τα ξέρεις όλα. Είναι αλήθεια ότι πάλι με χρόνους και καιρούς πάλι δικά μας θάναι;

Ο καπετάνιος ξεσφίγγει τα χέρια του παιδιού από το λαιμό του, γονατίζει, το αγκαλιάζει με αγάπη και λέει χαμογελώντας:

-Ώστε την άνοιξες τελικά την «Πόρτα» σου Νικόλα ε; Και ύστερα με φωνή σίγουρη, σαν προφητεία, απαντάει στο γεμάτο αγωνία ερώτημα του παιδιού:

-Όσο γι’ αυτό που με ρώτησες, ένα έχω να σου πω. Πάντα είναι δικά μας, Νικόλα μου. Τίποτα δε χάνεται όσο το κρατάμε στην καρδιά μας και στη μνήμη μας. Και όσο η Ελλάδα θα έχει παιδιά σαν εσένα, πάντα όλα θα είναι δικά μας. Ίσως τώρα μάλιστα να είναι περισσότερο δικά μας από όσο ήταν πριν τα χάσουμε.» 

 

*Τσαγκία = σανδάλια
*Τουρμάρχης = αξιωματικός