Θεοδώρα Λούφα-Τζοάννου

facebook
 


AFISA

Μια ολόθερμη καλησπέρα και από εμένα.

Πανασιολογιότατε, Αιδεσιμότατε, κ.Δήμαρχε, κυρίες και κύριοι, θα ήθελα να σας πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για την τιμή και την χαρά που μου δίνετε με την παρουσία σας στην αποψινή εκδήλωση.

Και βέβαια θέλω να ευχαριστήσω ολόψυχα τον Δήμαρχο Πύλου – Νέστορος κ. Δημήτρη Καφαντάρη, για την ευγένειά του να οργανώσει αυτή την ιδιαίτερα τιμητική για μένα βραδιά και μάλιστα να μας φιλοξενήσει στην καρδιά της πόλης, στο ιστορικό της Δημαρχείο.

Επίσης νοιώθω ότι οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στους παρουσιαστές, την κυρία Μπέτυ Αρναουτίδου, διευθύντρια του 1ου Δημοτικού Σχολείου Πύλου και τον αντιδήμαρχο κ. Παναγιώτη Πετρόπουλο, για τους φιλόφρονες λόγους που μου επιφύλαξαν.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ και στη γνωστή δημοσιογράφο και καλή φίλη, κυρία Ρεβέκκα Σγουρέα - Βούλγαρη, για την τιμή της αποψινής της παρουσίας, αλλά και για το διαχρονικό ενδιαφέρον της, με το οποίο έχει αγκαλιάσει και προβάλει κάθε νέα μου προσπάθεια.

Και φυσικά ευχαριστώ θερμά την κυρία Ελένη Καζάνα, υπεύθυνη Εθιμοτυπίας, Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας του Δήμου, η οποία επιφορτίστηκε με όλη την ευθύνη της προετοιμασίας της βραδιάς που απολαμβάνουμε.

Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι μου, τα συναισθήματα που με διακατέχουν απόψε, ξεπερνούν σε ένταση και συγκίνηση οτιδήποτε έχω νοιώσει σε παρόμοιες περιπτώσεις, ακόμα και στις πρώτες παρουσιάσεις των βιβλίων μου.

Βλέπετε, καμία αγκαλιά δεν είναι τόσο ζεστή, όσο η αγκαλιά του τόπου σου. Εκεί όπου γεννήθηκες, μεγάλωσες, απόκτησες τις πρώτες σου γνώσεις και θεμελιώθηκαν οι πρώτες σου αποφάσεις για το μέλλον.

Αυτό που συμβαίνει απόψε, μόνο ως εκπλήρωση του πιο ωραίου ονείρου μου μπορώ να το εισπράξω και σας ευχαριστώ όλες και όλους, γιατί μου προσφέρετε μια πραγματικότητα, που δεν μπορούσα ούτε καν να φανταστώ ότι θα ζούσα, όταν παιδί ακόμα, ήρθα στην Πύλο, τρέμοντας για το άγνωστο που είχα να αντιμετωπίσω στη δεύτερη βαθμίδα της εκπαίδευσής μου, στο Γυμνάσιο.

Σ’ αυτό το Γυμνάσιο, που βρίσκεται λίγα μόλις βήματα από εδώ, το εφαλτήριο που μου έδωσε, μας έδωσε, στους περισσότερους τουλάχιστον από τους παρόντες, τα εφόδια για να κυνηγήσουμε τα όνειρά μας.

Γιαυτό και το σκέπτομαι πάντα με τρυφερότητα και αγάπη και θέλω να ευχαριστήσω και να συγχαρώ από καρδιάς, τον κ. Καφαντάρη, που αποφάσισε να το σώσει από την ερείπωση και την καταστροφή, μετατρέποντάς το σε Διεθνές Συνεδριακό Κέντρο.

Έτσι, θα συνεχίσει να υπάρχει και να συνεισφέρει στην πνευματική, την κοινωνική, αλλά και στην οικονομική ζωή της Πύλου, παραμένοντας όρθιο, τρυφερός σύντροφος στις αναμνήσεις μας, που όσο περνούν τα χρόνια γίνονται όλο και πιο γλυκές, όλο και πιο νοσταλγικές.

Βλέπετε ο καιρός το έχει αυτό το πλεονέκτημα. Να ομορφαίνει το χθες και να εξωραΐζει τις μνήμες μας, αφού τώρα πια τις ανασύρουμε απαλλαγμένοι από τα άγχη, τους ανταγωνισμούς και την ανασφάλεια για το αύριο.

Γι’ αυτό και έχουμε την πολυτέλεια να εκτιμήσουμε καλύτερα τους ανθρώπους που μας δίδαξαν κι εκείνους που μας ανάθρεψαν και μας έδωσαν το κουράγιο να προχωρήσουμε στη ζωή μας.

Σε όλους αυτούς λοιπόν, στους γονείς και στους δασκάλους μας, θέλω να αφιερώσω την τιμή της αποψινής μας εκδήλωσης, ως ελάχιστη αναγνώριση της συμβολής τους στην όποια προκοπή μας.

Τώρα, σε ότι αφορά την ενασχόλησή μου με τη συγγραφή, αυτό ξεκίνησε από τα πρώιμα παιδικά μου χρόνια, μάλλον επειδή μου ήταν πιο εύκολο να αποτυπώνω τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου στο χαρτί, παρά να τα εκφράζω προφορικά.

Αυτή η ανάγκη συνέχισε να με ακολουθεί και πάντα κάπου μέσα μου σιγόκαιγε η επιθυμία να ασχοληθώ στα σοβαρά μαζί της. Σχετικά με αυτό μάλιστα έχω και μια κάπως αστεία εφηβική ανάμνηση.

Στα χρόνια του Γυμνασίου, το συνηθέστερο μέσο επαφής μας με τη λογοτεχνία, ήταν τα νεοελληνικά αναγνώσματα. Μέσα από αυτά γνωρίσαμε τους σημαντικότερους ποιητές και συγγραφείς μας, διδαχθήκαμε και ευαισθητοποιηθήκαμε με την ομορφιά του γραπτού λόγου και αυτά αποτέλεσαν το έναυσμα για να ονειρευτούμε έναν πιο όμορφο κόσμο.

Θυμάμαι ότι ένα βράδυ που διάβαζα κάποιο ποίημα για να κάνω στη συνέχεια ανάλυση, όπως συνηθιζόταν, φαίνεται ότι επηρεάστηκα τόσο, που τόλμησα να εκφράσω μεγαλόφωνα το συναίσθημα που με κατέκλυσε.
– «Λοιπόν, το αποφάσισα», δήλωσα στους παριστάμενους συγγενείς, στο σπίτι των οποίων έμενα. «Όταν τελειώσω το σχολείο, θα γίνω συγγραφέας». Κανένας δεν με πήρε στα σοβαρά. Κάποιοι, οι μεγαλύτεροι, χαμογέλασαν με επιείκεια ενώ η συνομήλικη εξαδέλφη μου, με αποκάλεσε ψώνιο.

Φυσικά μαζεύτηκα κι ούτε ξανατόλμησα να επανέλθω.

 

Η τύχη όμως το έφερε και τον επόμενο χρόνο, έζησα κάτι συγκλονιστικό για τα δεδομένα μου, που μου έδωσε φτερά και μου υπέδειξε τον δρόμο.

Συνέβη μετά τις διακοπές του Πάσχα. Όταν επιστρέψαμε στο σχολείο, ο φιλόλογός μας, ο Χαράλαμπος Μπάλτας, μας ζήτησε να γράψουμε έκθεση με θέμα «Πως πέρασα το Πάσχα».

Το επόμενο μάθημα νέων ελληνικών, αποδείχτηκε η ημέρα του μαρτυρίου μου. Αφού μας έδωσε τα τετράδια διορθωμένα και έκανε τα

σχετικά σχόλια για την επίδοσή μας, όταν χτύπησε το κουδούνι για το σχόλασμα, μου ήρθε ο καταπέλτης.


- «Λούφα, μείνε λίγο, σε θέλω», μου είπε ανέκφραστος. Πάγωσα. Πολλά παιδιά γύρισαν και με κοίταξαν, μου φάνηκε με συμπόνια. Ούτε κατάλαβα πως έφτασα μέχρι την έδρα. Εκεί, κάπως πιο χαλαρά, σχολίασε: «Πολύ καλή η έκθεσή σου. Πάρε αυτό να το διαβάσεις και να μου το επιστρέψεις». Και μου έδωσε ένα χαρτί διπλωμένο στα δύο.

Το πήρα και έφυγα ψελλίζοντας κάποιο ευχαριστώ. Όταν βγήκα έξω, το άνοιξα αμέσως και με έκπληξη διάβασα: Εφημερίδα «ΘΑΡΡΟΣ». Ακολουθούσε ένα άρθρο με τίτλο «Το Πάσχα» και κάτω από τον τίτλο, «του Χαράλαμπου Μπάλτα».
Τα έχασα. Στάθηκα στη μέση του δρόμου και άρχισα να διαβάζω. Και όσο διάβαζα πάγωνα! Το κείμενο ήταν σχεδόν ίδιο με το κείμενο της έκθεσής μου. Πρώτη μου σκέψη: «Λες να νόμισε ότι κάπου βρήκα το δημοσίευμά του και το αντέγραψα;»

Η επόμενη ημέρα άργησε τρομερά να ξημερώσει. Πρέπει να έφτασα πρώτη στο σχολείο κι όταν τον είδα να έρχεται, έσπευσα να τον πλησιάσω. Κοντοστάθηκε και χαμογέλασε.

- «Λοιπόν;» Μου είπε.

- «Κύριε καθηγητά, δεν το είχα δει...», ψέλλισα.

- «Το ξέρω. Στο το έδωσα ως επιβράβευση. Λυπάμαι αν σε αναστάτωσα», σχολίασε ήρεμα και συνέχισε: «Μη σταματήσεις να γράφεις και κυρίως να διαβάζεις. Διάβαζε ότι σου πέφτει στα χέρια. Ακόμα και ένα πακέτο από μακαρόνια, μπορεί να έχει κάποια λέξη που δεν την γνωρίζεις».
Δεν τον ξέχασα ποτέ. Ας είναι καλά όπου κι αν βρίσκεται. Του οφείλω μεγάλη χάρη, γιατί ήταν ο πρώτος άνθρωπος που μου έδειξε τον δρόμο κι ας με λαχτάρισε…

Χρόνια αργότερα, μου επιφύλαξε ακόμα μια έκπληξη, εξίσου σημαντική. Στην παρουσίαση του δεύτερου βιβλίου μου, τον είδα να μπαίνει στην αίθουσα χαμογελαστός, ένας άλλος άνθρωπος, που ήρθε,

όπως μου είπε, για να καμαρώσει τη μαθήτρια του. Και στο τέλος των ομιλιών, στάθηκε στη σειρά κρατώντας το βιβλίο μου για να το υπογράψω… Είναι μια στιγμή και μια τιμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ.        

 

Σε ότι αφορά το έργο μου, ακούστηκαν ήδη πολλά και τιμητικά, γιαυτό και δεν θα μακρηγορήσω.

Όπως προανέφερα, η σχέση μου με τον γραπτό λόγο ξεκίνησε από νωρίς, αλλά χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός μέχρι να αποτολμήσω το ταξίδι στον υπέροχο κόσμο της δημιουργίας, να ανταποκριθώ δηλαδή στην εσωτερική ανάγκη, που περίμενε φαίνεται την κατάλληλη στιγμή για να εκδηλωθεί. Και ήρθε τελείως φυσικά και απρόσμενα. Απλώς ξεφύτρωσε, ενεργοποιήθηκε και εγώ υπακούοντάς την, απλώς ξεκίνησα να γράφω.

Πρώτο βιβλίο, αφιερωμένο σ’ έναν από τους πιο αγαπημένους μου ήρωες, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Πρωταγωνιστής και οδηγός στο ταξίδι, ένα σύγχρονο παιδί, ο Νικόλας, το όνομα του οποίου ήταν η τιμή που όφειλα στον πατέρα μου.

Τόπος δράσης απ’ όπου ξεκινά το ταξίδι του ο ήρωάς μου, αυτός εδώ που βρισκόμαστε. Η Πύλος, το Κάστρο, η Σφακτηρία, ο παλιός μόλος, όλα όσα κρατούσε η μνήμη μου και διαδραμάτισαν το ρόλο τους σ’ αυτό το προσκύνημα των αναμνήσεων που με συνόδευαν πάντα.

Κι έτσι, άρχισε μια ολόκληρη περιπέτεια γεμάτη ικανοποιήσεις, συγκινήσεις και αγάπη. Ήταν η πόρτα που με έφερε κοντά στα παιδιά, που μου έδωσε την ευκαιρία να μιλήσω μαζί τους, να μου εμπιστευτούν τα όνειρά τους, τις ανησυχίες τους αλλά και τις δυσκολίες τους, κυρίως με το μάθημα της ιστορίας. Συχνά μάλιστα ισχυρίζονται ότι τα βιβλία μου τα βοηθούν να βλέπουν με άλλη ματιά το μάθημα που μέχρι πριν λίγο θεωρούσαν βαρετό.

Αυτό, το να ακούω δηλαδή από τα ίδια τα παιδιά ότι τα βιβλία μου συνέβαλλαν κατά κάποιον τρόπο ώστε να προσεγγίσουν ευχάριστα την ιστορία μας, είναι ό,τι πιο τιμητικό μπορούσα να ελπίζω.

Τώρα, ως προς το τι φταίει και το μάθημα της ιστορίας απωθεί τα περισσότερα παιδιά, τείνει να καταστεί Δήλιο πρόβλημα ακόμα και για τους ειδικούς, οπότε δεν είμαι κατάλληλη για να το απαντήσω.

Το μόνο που πιστεύω με βεβαιότητα είναι ότι δεν φταίνε τα ίδια τα παιδιά.

Η εύκολη απάντηση, που βρίσκεται στα περισσότερα χείλη, είναι ότι φταίει το σχολείο ή τα κακογραμμένα βιβλία. Αλλά είναι έτσι;

Βλέπετε οι νευροεπιστήμονες και οι άλλοι ειδικοί που ασχολούνται με τα παιδιά και τη νοητική τους ανάπτυξη, επισημαίνουν ότι οι πρώτες βάσεις του χαρακτήρα και των δεξιοτήτων τους χτίζονται στο μεγαλύτερο ποσοστό μέχρι το 5ο έτος της ηλικίας τους. Συνεπώς τα θεμέλια τα βάζει το σπίτι και το σχολείο συνεχίζει το χτίσιμο. Και αν μεν τα θεμέλια είναι γερά, τότε όλα παίρνουν ομαλά το δρόμο τους. Αν όμως είναι σαθρά ή ανύπαρκτα, ας μην περιμένουμε θαύματα.

Θα μου πείτε, μα πώς μπορεί ο καθένας να βοηθήσει ένα μικρό παιδάκι να μάθει, κυρίως όταν δεν είναι ειδικός; Την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα την έχει δώσει ένας πασίγνωστος σοφός, ο Αϊνστάιν, πριν από 100 περίπου χρόνια.

Στο τέλος κάποιας ομιλίας του, τον είχε πλησιάσει μια αρκετά ανήσυχη και φιλόδοξη μαμά, η οποία τον ρώτησε: «Δάσκαλε, τί με συμβουλεύετε να κάνω για να γίνει το παιδί μου σοφό σαν εσάς;» Εκείνος σκέφτηκε για λίγο και της απάντησε: «Να του λέτε παραμύθια, κυρία μου».
Η μαμά όμως δεν ικανοποιήθηκε και σε λίγο επανήλθε κάπως ενοχλημένη. «Ωραία», του είπε, «και όταν του πω παραμύθια τί άλλο πρέπει να κάνω;» «Να του πείτε κι άλλα παραμύθια», αποκρίθηκε ο σοφός.

Ακούγεται κάπως απίθανο, αλλά είναι γεγονός και μπορώ, αν μου επιτρέπετε να σας το επιβεβαιώσω από προσωπική εμπειρία, που ήταν και ο λόγος να αποφασίσω να απευθυνθώ κυρίως στα παιδιά, με τρόπο που να θυμίζει παραμύθι. Έτσι, που να απολαμβάνουν το διάβασμα και

να μαθαίνουν χωρίς ΠΡΕΠΕΙ.

Με ρωτούν συχνά: «Τί σας έκανε να ασχοληθείτε με το νεανικό βιβλίο;» Η απάντηση είναι απλή. Η αγάπη μου για τα παιδιά και ένα αίσθημα χρέους προς τον άνθρωπο που δίδαξε σ΄ εμένα και στα αδέλφια μου πόσο εύκολα κατακτάται η γνώση χωρίς πίεση.

Θυμάμαι ακόμα με συγκίνηση τον πατέρα μας να κάθεται σχεδόν κάθε βράδυ μαζί μας και να μας αφηγείται, σαν παραμύθι, την ιστορία και τη μυθολογία μας κι εμείς να ρουφάμε τα λόγια του περιμένοντας με λαχτάρα τη συνέχεια.

Αυτή την εμπειρία ένοιωσα ότι όφειλα να την συνεχίσω.

Να μεταβιβάσω, όσο μπορώ, το ίδιο γλυκά και αβίαστα, τη γνώση της ιστορίας μας, των αρχών και των ιδανικών που οφείλουμε να διδάξουμε στα παιδιά μας.

Γιατί πιστεύω ότι ακόμα και στην εποχή μας, που τα παιδιά βομβαρδίζονται από την ραγδαία και συχνά ανεξέλεγκτη πληροφόρηση, τα περισσότερα παραμένουν ευαίσθητα και δεκτικά σε ότι τους παρέχεται με απλότητα και αγάπη, σαν το «παραμύθι» του Αϊνστάιν.

Για να το πετύχω λοιπόν αυτό, αποφάσισα, για τα ιστορικά βιβλία μου, να  επιστρατεύσω ένα τέχνασμα ώστε να τους τραβήξω την προσοχή.
Αυτό είναι το τέχνασμα της «Πόρτας του Χρόνου και της Ιστορίας». Ένα σύγχρονο παιδί, ο ήρωάς μου, ο Νικόλας, περνά μια μεγαλοπρεπή ολόχρυση «Πόρτα» και βρίσκεται στον τόπο και στον χρόνο που θέλω να αναφερθώ.

Εκεί συναντιέται με τους ήρωες της κάθε ιστορικής στιγμής που περιγράφεται και «ζει» μαζί τους τα γεγονότα, σαν να ήταν παρών όταν διαδραματίζονταν.

Έτσι, τα παιδιά – αναγνώστες, που ταυτίζονται μαζί του, νοιώθουν

συμμέτοχοι σε ότι συμβαίνει και μαθαίνουν χωρίς να δυσανασχετούν όσα ιστορούνται.

Με τον τρόπο αυτό, η ιστορία προσεγγίζεται με την ευχαρίστηση ενός περιπετειώδους λογοτεχνικού έργου, μόνο που το συγκεκριμένο έργο, βασίζεται απόλυτα στην ιστορική πραγματικότητα.

Στο πρώτο βιβλίο, με τίτλο «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος», ο Νικόλας περνώντας την «Πόρτα», βρίσκεται στον Μυστρά και παρακολουθεί όλη τη διαδικασία της στέψης του Παλαιολόγου ως Αυτοκράτορα του Βυζαντίου.

Στη συνέχεια, πάντα μέσω της «Πόρτας», τον ακολουθεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου «βιώνει» την απεγνωσμένη του προσπάθεια να την σώσει. Είναι παρών και στην τελευταία Λειτουργία κι ύστερα παρακολουθεί με το ίδιο δέος που παρακολουθούν και οι πολιορκημένοι την έλευση της φοβερής μπομπάρδας. «Ακούει» τον εγκαταλελειμμένο απ’ όλους Παλαιολόγο να φωνάζει στη φρουρά του «Εμπρός παιδιά μου, πάμε να πεθάνουμε» και τέλος, τη σπαραχτική κραυγή «Εάλω η Πόλις».

Στο δεύτερο βιβλίο, «Στα χνάρια των Φιλικών», ο Νικόλας, χάρη στην «Πόρτα», βρίσκεται στα Γιάννενα, όπου γίνεται μάρτυρας της απαγωγής ενός συνομήλικού του παιδιού, του Θανάση Κουμπάρου από τον Αλή Πασά.

Στη συνέχεια μεταφέρεται στην Πάτμο, όπου γνωρίζεται με ένα πανέξυπνο αλλά μελαγχολικό παιδί, τον Μανόλη κι αργότερα συναντιέται με τον συνονόματό του τον Νικόλα, στην Άρτα, όπου συμπάσχει μαζί του για τις ταλαιπωρίες και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει ως ραγιαδόπουλο.

Αργότερα, η «Πόρτα» τον μεταφέρει στην Οδησσό. Εκεί, βρίσκεται και πάλι μαζί και με τους τρεις φίλους του, άντρες πια, που του συστήνονται με τα επώνυμά τους. Ξάνθος, Σκουφάς καιΤσακάλωφ και τον κρατούν κοντά τους για να παρακολουθήσει τη μεγαλύτερη και ιερότερη στιγμή του Αγώνα για την Ελευθερία: Την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας.

Στο τρίτο βιβλίο, με τίτλο «Μιλώντας με τους ήρωες του 1821», ο Νικόλας είναι αυτόπτης μάρτυρας στο ξέσπασμα της Επανάστασης. Μπαινοβγαίνει στην «Πόρτα» και μεταφέρεται ασταμάτητα από τόπο σε τόπο. Συναντιέται με τον Παπαφλέσσα, στα βουνά της Μεσσηνίας, όπου έχει καταφύγει κυνηγημένος από τους δικούς μας, για τις ενοχλητικές έως επικίνδυνες ιδέες του για ξεσηκωμό του Μοριά. Ύστερα, στον Πύργο του Μούρτζινου στη Μάνη, βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον Κολοκοτρώνη και στη συνέχεια είναι «παρών» και πανηγυρίζει με όλο το πλήθος για την απελευθέρωση της Καλαμάτας.

Ακολούθως η «Πόρτα» τον μεταφέρει στην Αλαμάνα, στη Γραβιά, στα Βασιλικά κι αργότερα στα Δερβενάκια, στη Χίο στα Ψαρά και τέλος στο Ναυαρίνο και στην Πέτρα.

Και ο αναγνώστης που τον ακολουθεί ταυτισμένος μαζί του, νοιώθει ότι μοιράζεται όλη αυτή την μεγάλη περιπέτεια, μιλώντας με τους ήρωες του 1821.

Για τα κοινωνικά βιβλία, χρησιμοποίησα μια άλλη μέθοδο προσέγγισης. Επιστράτευσα και πάλι ένα παιδί, αλλά αυτή τη φορά παρέα με τον σκύλο του. Αυτά τα δύο χαρισματικά πλάσματα, αγαπητά εξίσου στα παιδιά, γίνονται οι διαβιβαστές των μηνυμάτων των βιβλίων, τα οποία μεταφέρουν απλά και με το παράδειγμά τους στους αναγνώστες.

Κάποιοι γονείς και δάσκαλοι με ρωτούν: «Μα γιατί σημειώνεται στα βιβλία σας ότι απευθύνονται σε παιδιά αφού τα διαβάσαμε και μας απορρόφησαν κι εμάς;» Τους απαντώ, χαριτολογώντας, ότι απευθύνονται σε παιδιά ανεξαρτήτως ηλικίας, με την προϋπόθεση ότι διαθέτουν νεανική ψυχή.
Αλλά το πρόταγμα δεν είμαστε εμείς. Το ζητούμενο είναι να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να γίνουν τα παιδιά μας καλύτερα από εμάς. Και για να το επιτύχουμε αυτό, οφείλουμε να συστρατευθούμε για το καλό τους, χωρίς ανταγωνισμούς και επιμερισμούς ευθυνών.
Πρέπει να τα πείσουμε με το παράδειγμά μας, ότι το διάβασμα είναι απόλαυση και όχι αγγαρεία.

Εξάλλου, σύμφωνα με τους ειδικούς, όσο πιο νωρίς τροφοδοτήσουμε

./.

τον εγκέφαλό τους με αξίες, γνώσεις και ιδανικά, τόσο πιο βαθειά θα

αποτυπωθούν και τόσο πιο αποτελεσματικά θα τα εμπνέουν στη ζωή τους.

Κλείνοντας, επιτρέψτε μου να μας υπενθυμίσω κάτι πασίγνωστο και αυτονόητο. Η παιδική ψυχή έχει ανάγκη την ομορφιά, το παραμύθι και τα πρότυπα. Έχει ανάγκη να θαυμάζει και να εμπνέεται για να μπει στον πειρασμό να μιμηθεί. Και είναι στο χέρι του καθενός μας να ικανοποιήσουμε αυτή την ανάγκη με μόνο και αδιαμφισβήτητο σύμμαχο το παράδειγμά μας.

 

Σας ευχαριστώ και πάλι για την τιμή της παρουσίας σας.