Θεοδώρα Λούφα-Τζοάννου

facebook
 


Aπονομή αριστείων του Πανελληνίου Μαθητικού
Διαγωνισμού με θέμα την Εθνο-ευεργεσία.

 

 

 

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014
Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο της Ελλάδος (Παλαιά Βουλή)

 

 

Θα ήθελα να εκφράσω τα θερμότατα συγχαρητήριά μου στα πραγματικά αξιέπαινα παιδιά που πρώτευσαν στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό για την Ευεργεσία, και να επισημάνω τη σημασία και την αξία της ιδέας του Διαγωνισμού που ξεκίνησε από την Εταιρεία Ελλήνων Ευεργετών, υιοθετήθηκε πρόθυμα από το υπουργείο Παιδείας και αγκαλιάστηκε με συγκινητικό ενδιαφέρον από δασκάλους και μαθητές.

Τέτοιο ενδιαφέρον ώστε να έχουμε αθρόα συμμετοχή από την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, γεγονός που καταδεικνύει τη δίψα της νέας γενιάς για υψηλές ιδέες, για ιδανικά, για πρότυπα.

Αυτό και μόνο αρκεί νομίζω για να απονεμηθεί ένα ξεχωριστό βραβείο σε όλους τους εκπαιδευτικούς και όλα τα παιδιά που κινητοποιήθηκαν, αφιέρωσαν κόπο και χρόνο για να γράψουν ή να ζωγραφίσουν κάτι για τον Διαγωνισμό και γι’ αυτό αναλογεί στον καθένα και την καθεμιά τους ένα μεγάλο μπράβο και ένα μεγαλύτερο ευχαριστώ.

Το μπράβο για το έργο που δημιούργησαν και το ευχαριστώ γι’ αυτό που πέτυχαν!

Τί είναι αυτό; Είναι το ότι ανέτρεψαν έμπρακτα τη μίζερη, μικρόψυχη και έωλη αντίληψη ότι οι νέοι μας δεν νοιάζονται, δεν έχουν ενδιαφέροντα, δεν έχουν στόχους και ιδανικά κι ότι το μόνο τους μέλημα είναι το άσκοπο χαζολόγημα, η καφετέρια, τα ηλεκτρονικά, κ.λ.π.

Ε, λοιπόν κυρίες και κύριοι, εκατοντάδες παιδιών μας απέδειξαν ότι η Νεολαία μας έχει και ενδιαφέροντα και δίψα για άμιλλα και ιδανικά και διάθεση να μοχθήσει αν κάποιος καταφέρει να κεντρίσει τις ευαισθησίες της και να σεβαστεί τα ενδιαφέροντά της.

Οι μαθητές, από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, μέχρι τις τελευταίες του Λυκείου έγραψαν ή ζωγράφισαν για την ιδέα, τη σημασία και τη συμβολή της ευεργεσίας και των ευεργετών στη μακραίωνα ιστορία του τόπου μας με αξιοθαύμαστο τρόπο. Και ποια αναγνώριση, ποια σπονδή, ποιο μπορεί να είναι το καλύτερο αφιέρωμα μνήμης από το απλό και ολόψυχο «ευχαριστώ» των παιδιών;

Σ’ εμάς λοιπόν, δεν μένει, από το να ακούσουμε προσεκτικά τη συγκλονιστική τους αλήθεια, που μέσα στους δύσκολους καιρούς και τη λιγοψυχιά μας, ήρθαν να μας πουν ότι αυτός ο τόπος προώρισται να ζήσει και θα ζήσει. Όχι χάρη στους ξένους, ούτε στα μνημόνια και τα δάνεια, αλλά χάρη στη νέα γενιά του, που έχει και πίστη και ιδανικά και όνειρο για το αύριο.

Και ας μουρμουρίζουμε οι μεγαλύτεροι. Και ας θρηνούμε στα αποκαϊδια της δικής μας αβελτηρίας ότι χάνεται ο τόπος μας, ότι χρεοκόπησε η Ελλάδα, ότι άδειασε από τη νεολαία της και σβήνει μαραζωμένη.

Βλέπετε και τότε, πριν από δύο και περισσότερους αιώνες ήταν γονατισμένη. Και τότε στέναζε κάτω από τη σκλαβιά. Και τότε έφευγαν, ξεριζώνονταν οι νέοι της, αναζητώντας ελεύθερον αέρα.

Έτσι όπως έφυγαν και οι δικοί μας ήρωες, τα χνάρια των οποίων ακολουθούμε γυρίζοντας το χρόνο προς τα πίσω.

Ο ένας, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, σε ηλικία δώδεκα ετών, έζησε την πιο φρικτή μορφή της τυραννίας. Τον άρπαξαν οι τζοχανταραίοι του Αλή-πασά και τον έριξαν στα μπουντρούμια του σαραγιού του. Και μπορεί τα γρόσια της οικογένειας του να τον ελευθέρωσαν προσωρινά, όμως η σκληρή πραγματικότητα και ο φόβος τον έδιωξαν, τον ξερίζωσαν και γέμισαν την παιδική ψυχή του με παράπονο και οργή.

Τις ίδιες εμπειρίες είχε και ο Σκουφάς. Αφού έδωσε έναν απίστευτο αγώνα να στεριώσει στον τόπο του, στερήθηκε τον ύπνο, την ξεκούραση, την ηλικία του την ίδια και κατάφερε να ορθοποδήσει. Μα γρήγορα ήρθε η κατάρα της σκλαβιάς για να του αποδείξει ότι οι σκλάβοι δεν ορίζουν τη ζωή τους. Έφυγε λοιπόν κι αυτός καταδιωγμένος από την τυραννία για να σώσει τη ζωή του.
Μα φεύγοντας ορκίστηκε να μην ξεχάσει. Και δεν ξέχασε, δεν αλλοτριώθηκε, δεν έριξε μαύρη πέτρα πίσω του, όπως δεν έριξε και ο Ξάνθος. Που και αυτόν τον έδιωξε από την πατρίδα του η πνιγερή πραγματικότητα και ο βρόγχος του ραγιά. Έφυγε για να ξεφύγει από τον λειψό αέρα, τη μιζέρια και το διαφέντεμα της ζωής του από τους αφεντάδες και τις από τις αποφάσεις τους.
Αναζήτησε την ελευθερία μακριά από την υποταγμένη πατρίδα. Μακριά από τα όρια και τους ορισμούς που στενεύουν τους ορίζοντες και λιγοστεύουν τον αέρα σε σημείο ασφυξίας.Ξέφυγε μα γρήγορα συνειδητοποίησε, όπως και οι υπόλοιποι ότι η απόσταση δεν σπάζει τα δεσμά. Απλώς μακραίνει τις αλυσίδες που σε δένουν. Και αυτές τις αλυσίδες ορκίστηκαν όλοι τους να τσακίσουν με κάθε τρόπο.

Και επειδή όπως φαίνεται έχει δίκιο ο Κοέλιο που υποστηρίζει ότι όταν θέλεις κάτι πολύ, όλο το Σύμπαν συνωμοτεί για να το πετύχεις, ο Θεός, το σύμπαν, η μοίρα, ίσως όλοι μαζί, συνεργάστηκαν και έκαναν το θαύμα τους. Οδήγησαν τα βήματά τους στο ίδιο μονοπάτι και τους έφεραν να συναντηθούν, να γνωριστούν και να ανοίξουν τις ψυχές τους.

Εξομολογούνται όλα όσα επί χρόνια κρατούσαν ανομολόγητα μέσα τους και παίρνουν μια απόφαση σταθμό. Μια απόφαση, που 200 χρόνια μετά τη γέννησή της, εξακολουθεί να μας εντυπωσιάζει και να μας καθηλώνει. Και η απόφαση αυτή χώρεσε σε δύο άρθρα και δύο λέξεις:
«Η΄Ελευθερία ή Θάνατος».
Και το όνομά της, Φιλική Εταιρεία. Η Φιλική Εταιρεία που δεν θα υπήρχε, αν στην καρδιά των δημιουργών της κυριαρχούσε ο φόβος για τη δύναμη του αντιπάλου και ο δισταγμός για τις αντίξοες πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Ευρώπη του Μέττερνιχ και της Ιεράς Συμμαχίας.

Δεν θα υπήρχε καν ’21, αν τους κυρίευε το ανασταλτικό δέος της υλικής τους αδυναμίας και εξαρτούσαν τον πόθο τους για ελευθερία από τους άλλους.

Τόλμησαν όμως και με αυτή την έξω από κάθε σύνεση τόλμη, ανέτρεψαν τα προγνωστικά της λογικής και έφεραν την Ανάσταση του Γένους.Για να είμαστε όμως δίκαιοι, πρέπει να αναφέρουμε ότι η Φιλική Εταιρεία δεν ήταν η πρώτη ή η μοναδική μυστική πατριωτική οργάνωση που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια των τεσσάρων αιώνων. Είχαν προηγηθεί πολλές, που είχαν ενσταλάξει την ιδέα της ελευθερίας στις συνειδήσεις των Ραγιάδων και πάνω στην εμπειρία που προσκόμισαν, βασίστηκε το οικοδόμημα της Φιλικής.

Όπως ακριβώς συνέβη και με την Επανάσταση του 1821, που οφείλει πολλά στα κινήματα που προηγήθηκαν και ήταν πάνω από 100. Και μπορεί εκείνα να απέτυχαν και να πνίγηκαν στο αίμα, έδωσαν όμως μεγάλα διδάγματα και έκαναν τους Έλληνες να συνειδητοποιήσουν μια μεγάλη αλήθεια, όπως μας λέει ο «Γέρος» στα απομνημονεύματά του: «Είδα πως ό,τι κάμωμε, θα το κάμωμε μοναχοί μας και δεν έχομε ελπίδα από τους ξένους».
Έτσι προετοιμάστηκε το έδαφος, έτσι καλλιεργήθηκε. Με το αίμα και τις θυσίες όσων προηγήθηκαν. Έτσι ρίχτηκε ο σπόρος από την πρώτη ώρα της άλωσης. Με τα κινήματα, με την κλεφτουριά, με τα θούρια των λογίων αργότερα, αλλά κυρίως με την αδιαπραγμάτευτη πίστη ότι «πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θάναι».Σήμερα, όλα αυτά κάποιοι τα θέτουν υπό κρίση. Τότε όμως ήταν η μόνη απαντοχή που ζέσταινε τις ελπίδες και κρατούσε όρθιο το φρόνημα. Και το έκανε με τόση επιτυχία, που τέσσερις αιώνες δε στάθηκαν ικανοί να σβήσουν από το χάρτη, αυτή την κουκίδα γης που λέγεται Ελλάδα ούτε την ολιγομελή φυλή που λέγονται Έλληνες.Με τέτοια προίκα λοιπόν στα σεντούκια της ψυχής τους, οι ήρωές μας , στις 14 Σεπτεμβρίου του 1814, κλείστηκαν σε ένα σπίτι της Οδησσού, στην οδό Κράσνι και έδωσαν όρκο μπροστά στο Ιερό Ευαγγέλιο για Ελευθερία ή θάνατο. Ο Ξάνθος τότε ήταν 42 ετών, ο Σκουφάς 35, και ο Τσακάλωφ 26.

Έτσι ξεκίνησαν όλα. Χάρη στη φλόγα της ψυχής εκείνων, των ολίγων, των άγνωστων, των ασήμαντων, που δε στάθηκαν να μετρήσουν με ποιους ξεκινούσαν να αναμετρηθούν. Που έβαλαν μπροστά την ιδέα και δε χάθηκαν σε λογαριασμούς και αξιολογήσεις περιστάσεων και δεδομένων.

Πίστεψαν στο δίκιο τους και κατάφεραν να ξεσηκώσουν μια τεράστια Επανάσταση και να λυτρώσουν τους ραγιάδες από παντοδύναμο δυνάστη τους.Με αυτή την πίστη κατάφεραν να ανάψουν την πυρκαγιά που φώτισε όχι μόνο την Ελλάδα αλλά την οικουμένη ολόκληρη. Με αυτή μεταλαμπάδευσαν την απόφασή τους από Βλαχία μέχρι τη Μάνη και την Κρήτη.

Ελευθερία ή Θάνατος!

Μια φράση αρκετή για να ξεσηκώσει ένα γονατισμένο γένος και να κάνει τους σκλάβους να πιστέψουν πως ότι είναι να κάνουν πρέπει να το κάνουν μόνοι τους. Και από τη στιγμή του το πίστεψαν, όλα ήταν στο χέρι τους.Γιατί ο άνθρωπος είναι ή δεν είναι ελεύθερος, μέσα του. Και αυτός είναι ο λόγος που 200 χρόνια μετά, εξακολουθούμε να τιμάμε και να θαυμάζουμε τη δύναμή τους.

Δυστυχώς, ο Σκουφάς, δεν ευτύχησε να δει το όνειρο της ζωής του ολοκληρωμένο. Έφυγε νεότατος, μόλις 39 ετών και την πιο ωραία ώρα. Επάνω στο άπλωμα και το φούντωμα της ιδέας που τόσα έδωσε για να στεριώσει. Άφησε όμως ολοζώντανη πίσω του τη σφραγίδα και την παρακαταθήκη του που σεβάστηκαν και ολοκλήρωσαν οι σύντροφοί του στον κοινό αγώνα.

Ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, που διορίστηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη υπασπιστής του Ιερού Λόχου, πήρε μέρος σε όλες τις μάχες που διεξήχθησαν στις Ηγεμονίες. Και όταν το κίνημα εκεί καταπνίγηκε, κατέβηκε στην Πελοπόννησο, όπου πολέμησε ως απλός στρατιώτης. Μετά την απελευθέρωση, χωρίς να ζητήσει τίποτα από την Πατρίδα έφυγε για τη Μόσχα, όπου τελείωσε τη ζωή του σε ηλικία 61 ετών.

Ο Ξάνθος, μετά την αποτυχία της Επανάστασης στις ηγεμονίες κατέβηκε στο Μοριά μαζί με τον Τσακάλωφ. Το 1826 υπακούοντας στην παράκληση του Δημητρίου Υψηλάντη, φεύγει για την Αυστρία προκειμένου να οργανώσει την απόδραση του Αλέξανδρου Υψηλάντη, μήπως και καταφέρει να σώσει την Επανάσταση, που έπνεε τα λοίσθια εκείνη την εποχή. Δυστυχώς η απόπειρα απέτυχε και αναγκάστηκε να καταφύγει στη Βλαχία. Αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα όπου και έμεινε μέχρι τις 28 Νοεμβρίου 1852.Τότε, γλίστρησε στην πίσω σκάλα της Βουλής, έπεσε και σκοτώθηκε. Ήταν 80 ετών και πάμφτωχος.Έτσι είναι οι πραγματικοί ήρωες και οι αληθινοί ηγέτες. Δίνουν τα πάντα και δεν ζητούν τίποτα. Φυσικά, δεν μπορούμε να είμαστε όλοι ήρωες. Μπορούμε όμως να αντλούμε δύναμη από το παράδειγμά τους και πίστη από την πίστη τους. Να πιστέψουμε ότι η Ελλάδα έχει το «χούι», που θάλεγε και ο Κολοκοτρώνης, να ξαναγεννιέται από τις στάχτες της. Φτάνει να μη σκιαχτούμε και προδώσουμε την ιστορία μας.

Εξάλλου, όπως μας λέει και ο Μακρυγιάννης, «Έτσι είμαστε εμείς οι Έλληνες. Πάντοτε ολίγοι και όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά.» .

Κλείνοντας, επιτρέψτε μου να επαναλάβω ότι η Πατρίδα μας έχει μέλλον, γιατί έχει άξια παιδιά και σωστούς δασκάλους. Μην ακούτε τις Κασσάνδρες, που σε κάθε ευκαιρία κραυγάζουν ότι τελειώσαμε. Ειλικρινά εξοργίζομαι κάθε φορά που βλέπω εκείνα τα ρεπορτάζ κονσέρβες παραμονές των Εθνικών μας επετείων, όπου κάποιοι ρεπόρτερς απλώνουν το μικρόφωνο μπροστά σε ξαφνιασμένα παιδιά και ρωτούν επιθετικά: Τι γιορτάζουμε σήμερα; Φυσικά δεν γνωρίζουμε ούτε πόσες λανθασμένες και πόσες σωστές απαντήσεις παίρνουν ούτε πως επιλέγουν εκείνες που προβάλλουν. Πάντως προβάλλονται οι λανθασμένες για να ακολουθήσει η ισοπεδωτική κριτική για τους αγράμματους νέους μας, για τα κακά σχολεία, κ.λ.π.

Θα ήθελα να μπορούσα να συναντήσω κάποιον από αυτούς τους παντογνώστες για να τους ρωτήσω: Εντάξει. Τα παιδιά είναι άσχετα. Εσύ, που γνωρίζεις τα πάντα, μήπως μπορείς να μας πεις πότε τελείωσε αυτό που γιορτάζουμε σήμερα;

Γι’ αυτό κυρίες και κύριοι είπα ότι αξίζει ένα μεγάλο ευχαριστώ και εύγε στα παιδιά και στους εκπαιδευτικούς μας. Γιατί με τη συνδρομή τους διαψεύδουν τις Κασσάνδρες και τονώνουν την πίστη μας στο αύριο.

 1

2

3

4

 5