1814 - 2014
Εκδήλωση μνήμης και τιμής για τα 200 χρόνια από την ίδρυση της
Φιλικής Εταιρείας
Καλαμάτα – Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014
Δημοτικό Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας
Αποσπάσματα από την ομιλία
με θέμα:« Στα χνάρια των Φιλικών »
Το να βρίσκεται κάποιος στην Καλαμάτα, την πόλη που πρώτη άγγιξε η λευτεριά μετά από 4 αιώνες σκλαβιάς, για να μιλήσει για τη Φιλική Εταιρεία, τη γενέθλια δηλαδή πράξη της Επανάστασης του 1821, που οδήγησε στην κατάλυση μιας τυραννίας τεσσάρων αιώνων, αποτελεί πραγματικά τιμή και συγκίνηση.
Αυτό στην περίπτωσή μου πολλαπλασιάζεται από το γεγονός ότι η Μεσσηνία είναι η γενέτειρά μου. Εδώ είναι οι ρίζες μου και τα πρώτα και πιο σημαντικά βιώματά μου. Γι’ αυτό και σας ευχαριστώ από καρδιάς για την τιμητική σας παρουσία σ’ αυτή την εκδήλωση μνήμης για τα 200 χρόνια από την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας. Επίσης θα ήθελα να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Πρόεδρο και στο Δ.Σ. του Συλλόγου Κυριών Καλαμάτας, που δεν εφείσθησαν ούτε κόπου ούτε χρόνου, προκειμένου να οργανώσουν αυτή την ωραία συνάντηση, την οποία απολαμβάνουμε απόψε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
…Σ’ ένα άλλο άκρο της σκλάβας Πατρίδας, στην Πάτμο μεγάλωνε ο Μανόλης Ξάνθος ένα παιδί στοχαστικό, πρόωρα ωριμασμένο, και μελαγχολικό. Ζούσε μαζί με τη μητέρα του, γιατί ο πατέρας απουσίαζε πάντα. Το σπιτικό τους ήταν πλούσιο σε υλικά αγαθά, μα απόλυτα στερημένο από χαρά και ευτυχία.
Δεν θυμόταν να είχε δει τη μάννα του να χαμογελά. Δεν γιόρτασαν, δεν χάρηκαν ποτέ, όσο μπορούσε να θυμάται.Έτσι ο μικρός Μανόλης ωρίμασε πριν μεγαλώσει.
Η πρώτη φορά στη ζωή του που αισθάνθηκε παιδί ήταν όταν η μητέρα του τον πήγε στην περίφημη Πατμιάδα Σχολή, κοντά στον πασίγνωστο Ιεροδιδάσκαλο πατέρα Καλλίνικο, για να μάθει γράμματα.
Εκεί ήρθε σε επαφή με τα άλλα παιδιά, είδε τι θα πει ανεμελιά και παιχνίδι, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να ενταχθεί στις συντροφιές τους, απλά γιατί δεν είχε μάθει να είναι παιδί.
Κλείστηκε λοιπόν στον εαυτό του και αναζήτησε καταφύγιο στο διάβασμα.
Κάποια στιγμή ο πατέρας, επέστρεψε και επιτέλους ο Μανόλης είδε τη μητέρα του ευτυχισμένη. Τότε ήταν που έμαθε για πρώτη φορά το λόγο της απουσίας του. Ήταν στρατιώτης, μισθοφόρος στον στρατό του Τσάρου.
Ταράχτηκε, αλλά δεν έκρινε όμως τον πατέρα του για τις επιλογές του. Για το ότι δηλαδή είχε «νοικιάσει» τη ζωή του σε μια ξένη Πατρίδα και διακινδύνευε γι’ αυτή, ενώ η δική του εξακολουθούσε να είναι σκλαβωμένη. Τον καταλάβαινε. Βλέπεις ούτε ο ίδιος μπορούσε να υποφέρει την ιδέα της ανελεύθερης ζωής του.
Γι’ αυτό και όταν ενηλικιώθηκε, ακολούθησε κι εκείνος τα βήματά του.
Έφυγε από τον τόπο του αναζητώντας μια ψευδαίσθηση ελευθερίας σε ξένους τόπους. . Μακριά από τα όρια και τους ορισμούς που στενεύουν τους ορίζοντες και λιγοστεύουν τον αέρα σε σημείο ασφυξίας.Όμως, όπως φαίνεται, δεν τα κατάφερε, γιατί δεν ήταν ο τόπος που τον έπνιγε, αλλά η πραγματικότητα..
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
… Ποια ήταν η συνέχεια της περιπέτειάς τους; Τον Αθανάσιο, όταν έφτασε σε κατάλληλη ηλικία ο πατέρας του τον έστειλε στο Παρίσι για να σπουδάσει. Μα ούτε η λάμψη, ούτε οι διασκεδάσεις ούτε καν οι γνώσεις που του πρόσφερε η μεγαλούπολη κατάφεραν να γεμίσουν το κενό που είχε μέσα του. Κάποια στιγμή όμως η τύχη του χαμογέλασε και έφερε στο δρόμο του δύο σπουδαίους Έλληνες.
Τον πάμπλουτο Θεσσαλονικιό Γρηγόριο Ζαλύκη και τον πρίγκιπα Δημήτριο Κομνηνό, οι οποίοι είχαν ιδρύσει στο Παρίσι μια μυστική Οργάνωση, με το όνομα «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον». Μέλη της ήταν Έλληνες αλλά και φιλέλληνες. Τυπικά επρόκειτο για μια φιλανθρωπική εταιρεία. Στην ουσία όμως απέβλεπε στην οργάνωση των απόδημων Ελλήνων προκειμένου να επιδιώξουν το «ποθητόν», όπως αποκαλούσαν την Επανάσταση.
Του πρότειναν να γίνει μέλος και φυσικά δέχτηκε με ενθουσιασμό.Εκεί, μυήθηκε στα μυστικά του εταιρισμού και της συνωμοτικής οργάνωσης. Εκεί προφανώς μπολιάστηκε με την ιδέα που αργότερα έγινε σκοπός της ζωής του.
Στην ίδια περίπου ρότα, αλλά με περισσότερες δυσκολίες κινείται και ο Νικόλαος Σκουφάς. Φεύγοντας κυνηγημένος από το Κομπότι, πήγε στην Πρέβεζα και από κει ένας τολμηρός καπετάνιος τον πήρε στο καράβι του και τον οδήγησε στην Οδησσό. Όμως, ούτε και αυτός βρήκε τη λύτρωση που αποζητούσε.. Ήταν σκλάβος και αυτό τον κατάτρεχε ασταμάτητα γιατί συνειδητοποίησε ότι η απόσταση δεν σπάζει τα δεσμά απλά μακραίνει τις αλυσίδες που σε κρατούν καθηλωμένο. Και αυτές τις αλυσίδες τις σκλαβιάς, ορκίστηκε να σπάσει με οποιονδήποτε τρόπο, με κάθε θυσία, ακόμα και με της ζωής του της ίδιας.
Τα χνάρια των προηγούμενων, ακολούθησε και ο Ξάνθος.
Με πόνο ψυχής, κυρίως για την πίκρα που ένοιωθε ότι θα έδινε στη μητέρα του, ανακοίνωσε στους γονείς του την απόφασή του να φύγει. Εκείνοι, κυρίως η μάννα, το δέχτηκε ήρεμα, με κατανόηση και σχεδόν ανακουφισμένη του έδωσε την ευχή της.
Πρώτος του σταθμός ήταν η Τεργέστη και ακολούθησε η Οντέσσα. Μα ούτε στη μια ούτε στην άλλη βρήκε ηρεμία. Κατέφυγε λοιπόν στην Κωνσταντινούπολη, με την ελπίδα ότι εκεί θα ένοιωθε πιο ελεύθερος κι ας ήταν η έδρα του σουλτάνου. Βλέπεις σ’ αυτή τη μαγική Πόλη αντιφέγγιζε ακόμα το θάμπος των περασμένων μεγαλείων, που γαλήνευε τις καρδιές και ησύχαζε τους κατατρεγμένους. Και πράγματι, εδώ η τύχη του χαμογέλασε. Γνωρίστηκε με τους Ηπειρώτες Ασημάκη Κροκίδα, Χριστόδουλο Οικονόμου, και Κυριάκο Μπιτσαξή, που τον αγκάλιασαν, τον εμπιστεύτηκαν και τον έκαναν συνεταίρο στη δουλειά τους. Το εμπόριο λαδιού και μάλιστα του ανέθεσαν τα ταξίδια στην Ελλάδα.
Έτσι βρέθηκε στη Λευκάδα, όπου συναντήθηκε με τον παλιό συμμαθητή του τον Παναγιώτη Καραγιάννη, ο οποίος τον έβαλε στα μυστικά των Τεκτόνων και του αποκάλυψε τη δύναμη της μυστικότητας.Ο τέταρτος, ο Ανδριτσάνος Αναγνωστόπουλος, φτάνοντας στην Οδησσό, απάγκιασε κοντά στο συμπατριώτη του Αθανάσιο Σέκερη, που τον πήρε κοντά του και του εμπιστεύτηκε τα λογιστικά του βιβλία.Μα όσο κι αν προσπάθησε, δεν κατάφερε να ξεριζώσει την πίκρα που τον έτρωγε και τον έκανε αγέλαστο, αμίλητο και απόμακρο. Το μόνο του καταφύγιο ήταν η δουλειά, απ’ όπου με δυσκολία τον αποσπούσε το αφεντικό του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
… Έτσι ξεκίνησαν όλα. Απίστευτα απλά, αλλά και απίστευτα θαυμαστά.Η εξάπλωση της ιδέας στην αρχή συναντά δυσκολίες. Οι έμποροι της Μόσχας που βολιδοσκοπούνται πρώτοι από τον Σκουφά, τον αντιμετωπίζουν από δύσπιστα έως προσβλητικά. Δεν αποκαρδιώνονται. Στρέφουν την προσοχή τους προς τους λόγιους και γρήγορα έχουν την πρώτη επιτυχία. Είναι ο νεαρός αξιωματικός, Γεώργιος Σέκερης, που δέχεται μετά χαράς να είναι το πρώτο μέλος της Φιλικής Εταιρείας και μάλιστα δίνει ό,τι έχει και δεν έχει για την κάσα, το ταμείο της. Ακολουθεί ο Αντώνης Κομιζόπουλος, εξέχουσα φυσιογνωμία της Φιλιππούπολης και στη συνέχεια ο Νικόλαος Γαλάτης και ο Μάνθος Ριζάρης, μα γρήγορα ξαναπέφτουν σε απραξία μέχρι τον Οκτώβριο του 1816.
Τότε, αρχίζουν να συρρέουν στην Οδησσό δεκάδες αγωνιστές από την Ελλάδα, που είχαν υπηρετήσει στον Ρωσικό στρατό και ήρθαν για να διεκδικήσουν τους μισθούς τους.
Από εκείνη τη στιγμή αλλάζουν τα πάντα. Αρχίζουν αθρόες προσχωρήσεις μελών, με μια προθυμία που τους ενθουσιάζει.
Ο Φιλήμων μιλά για 700 περίπου νέα μέλη, ανάμεσα στα οποία είναι ο Αναγνωσταράς, ο Χρυσοσπάθης, που μάλιστα έχει το προνόμιο να είναι ο πρώτος Μανιάτης Φιλικός, ο Δημητρόπουλος, ο Κοντάκης, ο Δεληγιάννης, ο Λασσάνης και πολλοί ακόμα, που αποτέλεσαν το προζύμι για την εξάπλωση της ιδέας. Και τότε, έρχεται η χειρότερη από τις δοκιμασίες που μπορούσε να τους τύχει. Τον Ιούλιο του 1818, πεθαίνει η ψυχή της Εταιρείας, ο Νικόλαος Σκουφάς, σε ηλικία 39 ετών! Ευτυχώς, υπάρχει ήδη ο κατάλληλος να τον αντικαταστήσει. Είναι ο Παναγιώτης Σέκερης , που με κοινή αποδοχή γίνεται η κεφαλή και η κινητήρια δύναμη της Οργάνωσης κι έτσι η πορεία συνεχίζεται.