Θεοδώρα Λούφα-Τζοάννου

facebook
 


2

 

 

Εκδήλωση μνήμης και τιμής για τη
Βασιλική Κίτσου Τζαβέλα
Δευτέρα, 26 Νοεμβρίου 2018
Αίθουσα «Β.Γκατσόπουλος» του Δημαρχείου Κηφισιάς

3

      Ομιλία της ερευνήτριας – συγγραφέως

      Θεοδώρας Λούφα Τζοάννου      

       με θέμα: «Βασιλική Τζαβέλα: Βραχωρίτισσα από καταγωγή, Μεσολογγίτισσα από επιλογή και Κηφισιώτισσα από αγάπη»

 

Κυρίες και κύριοι, αγαπημένοι μου φίλοι και πολύ αγαπητά μας παιδιά, θα ήθελα να σας πω ένα μεγάλο, εγκάρδιο ευχαριστώ, για την τιμητική παρουσία σας στη σημερινή μας εκδήλωση.

 

Επίσης ένα μεγάλο ευχαριστώ οφείλω στον μαέστρο κ. Αρβανίτη και στα παιδιά του μουσικού συνόλου της παιδικής και νεανικής χορωδίας του Δήμου Κηφισιάς, που θα πλαισιώσουν και θα ομορφύνουν τη βραδιά μας.

 

Και βέβαια θέλω να ευχαριστήσω από καρδιάς, τον Δήμαρχο Κηφισιάς, κ. Γιώργο Θωμάκο και την πρόεδρο του πολιτιστικού συλλόγου Κηφισιωτών, κυρία Βασιλική Τσαλαβούτα – Δούκα, τόσο για τους φιλόφρονες λόγους τους, όσο – κυρίως γι’ αυτό – για την εξαιρετική ιδέα αυτού του αφιερώματος μνήμης και τιμής.

 

Βρισκόμαστε σήμερα εδώ, για να τιμήσουμε μια γυναίκα – σύμβολο με πολλαπλή σημασία και αξία. Μια γυναίκα, που υπήρξε πρότυπο γενναιότητας, αφοσίωσης, αγάπης και ανιδιοτέλειας.Μια σημαντική προσωπικότητα, από τις λιγότερο γνωστές και προβεβλημένες ηρωίδες του 1821 και θα τολμούσα να πω από τις πιο αδικημένες από την ίδια την ιστορία, αφού οι καταγραφές που την αφορούν, εστιάζουν περισσότερο στον «σκανδαλώδη» έρωτά της για τον «Κίτσο της», τον ήρωα Κίτσο Τζαβέλα, παρά στη συνεισφορά της στον Αγώνα για την Ελευθερία και στη μετέπειτα συμμετοχή της στην προσπάθεια να ορθοποδήσει η μικρή ελεύθερη Ελλάδα.

 

Ο λόγος φυσικά είναι για την Βασιλική Τζαβέλα, την Βραχωρίτισσα από καταγωγή, Μεσολογγίτισσα από επιλογή και Κηφισιώτισσα από αγάπη. Γνωρίζουμε ότι γεννήθηκε στο Βραχώρι, αλλά λόγω της φειδωλής ιστορικής καταγραφής δεν έχουμε περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή της πριν από τον Κίτσο.

 

Βέβαια, όπως για το σύνολο σχεδόν των Ελληνίδων γυναικών αλλά και των αντρών της εποχής, η πορεία της ζωής της ήταν προδιαγεγραμμένη. Αγώνας μέχρις εσχάτων για ελευθερία ή θάνατο.

 

Όμως, μέσα στον κίνδυνο – ιδιαίτερα μέσα σ’ αυτόν-, τα συναισθήματα οξύνονται και η ανάγκη να βιώσει κανείς την κάθε στιγμή σε όλη της την ένταση και την έκταση γίνεται επιτακτική. Και τότε γεννιούνται τα πιο μεγάλα πάθη και οι πιο δυνατοί έρωτες, που χαλυβδώνουν τις ψυχές και αίρουν τους θνητούς στη χορεία των αθανάτων.

 

Αυτό ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση της νεαρής Βασιλικής, όταν συναντήθηκε με τον ήδη ξακουστό νεαρό Σουλιώτη οπλαρχηγό, Κίτσο Τζαβέλα. Μέσα στη φωτιά του πολέμου, άναψε και η δική τους προσωπική φλόγα ενός παντοδύναμου έρωτα, που αψηφώντας τις συνθήκες, τις συμβάσεις και τις δυσκολίες, τους ένωσε με ακατάλυτο τρόπο και τους κράτησε ενωμένους μέχρι το τέλος. Για το πότε και το πώς γνωρίστηκαν δεν υπάρχουν πληροφορίες και δεν μας ενδιαφέρει και ιδιαίτερα, γιατί σκοπός του σημερινού μας αφιερώματος δεν είναι να παρακολουθήσουμε την ιδιωτική ζωή του Κίτσου και της Βασιλικής από την κλειδαρότρυπα. Σκοπός μας είναι να μνημονεύσουμε και να τιμήσουμε τη γυναίκα Βασιλική Τζαβέλα. Τη μάνα, σύντροφο, σύζυγο και ηρωίδα, η οποία αφού έδωσε τα πάντα για τον ιερό σκοπό που ορκίστηκε να υπηρετήσει, επέλεξε τελικά να αναπαυθεί ειρηνικά στη γη της αγαπημένης της Κηφισιάς, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της, παίρνοντας και δίνοντας απλόχερα ανυστερόβουλη αγάπη και συμπαράσταση.Μπήκε στον αγώνα από μικρή, όπως συνηθιζόταν τότε. Βλέπετε, εκείνη την εποχή τα παιδιά ωρίμαζαν πρόωρα γιατί δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο. Μέσα στο σάρωμα του πολέμου, ο χρόνος χάνει το νόημά του και όλοι υποχρεώνονται να συμβάλλουν κατά τις δυνάμεις τους στις απαιτήσεις της πραγματικότητας. Αυτό έκανε και η Βασιλική. Ωρίμασε νωρίς και από νωρίς επέλεξε να είναι παρούσα σε κάθε κρίσιμη στιγμή του αγώνα και να ζήσει στη σκιά του αγαπημένου της Κίτσου, στον οποίο έμεινε αφοσιωμένη μέχρι το θλιβερό του τέλος.

 

Στο σημείο αυτό και για να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα και κατανόηση των επιλογών της, ας μου επιτραπεί μια κάπως εκτεταμένη παρέκβαση, προκειμένου να γνωρίσουμε όσο πιο σύντομα γίνεται, τον άνθρωπο που έμελλε να σφραγίσει τη ζωή της, όπως φαντάζομαι ότι θα ήθελε και η ίδια.

 

Ο Κίτσος Τζαβέλας λοιπόν, ήταν ο δευτερότοκος γιος του Σουλιώτη πρωτοκαπετάνιου Φώτου Τζαβέλα και της ανυπόταχτης Δέσπως και όπως ήταν επόμενο, από μικρός ακολούθησε τα βήματα των γονιών του. Πήρε τα άρματα από παιδί και ήταν τέτοια η γενναιότητά του, ώστε οι σκληροτράχηλοι Σουλιώτες να τον ανακηρύξουν αρχηγό της φάρας τους, σε ηλικία μόλις 20 ετών.

 

Στα 22 του, μπήκε στο Μεσολόγγι και πολέμησε ηρωικά κατά την πρώτη πολιορκία, στο πλευρό του άλλου Σουλιώτη ήρωα, του Μάρκου Μπότσαρη, μετά τον πρόωρο θάνατο του οποίου, συντάχθηκε στο σώμα του Καραϊσκάκη. Από το νέο του πόστο διακρίθηκε στην ιστορική μάχη της Άμπλιανης και στη συνέχεια στις μάχες εναντίον του Ιμπραήμ στον Μοριά.

 

Τρία χρόνια αργότερα, στα 25 του, συγκρότησε τον δικό του νταϊφά, αποτελούμενο από 500 επίλεκτους άντρες και στις 7 Αυγούστου του 1825, επανέρχεται στο Μεσολόγγι, όπου έχει ξεκινήσει η δεύτερη και μοιραία πολιορκία, προκειμένου να βοηθήσει τη φρουρά της πόλης. Ο ρόλος τους ήταν αυτό που θα λέγαμε καταδρομικός. Όφειλαν να είναι πάντα στο «γελέκι», έτοιμοι δηλαδή να επέμβουν όπου υπήρχε ανάγκη, όπως μας πληροφορεί ο γνωστός ιστορικός κ. Σαράντος Καργάκος στο βιβλίο του «Μεγάλες μορφές και μεγάλες στιγμές του 1821». Και έτσι, γράφτηκε το έπος της Κλείσοβας, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

 

Τότε, κάνει την εμφάνισή της στο προσκήνιο και η νεαρή Βασιλική, η οποία τον ακολούθησε στην ιερή πόλη, συνοδευόμενη από τη μητέρα του.Μας αναφέρει σχετικά, ο ηρωικός καταγραφέας της περιπέτειας του Μεσολογγίου, Νικόλαος Κασομούλης, ο οποίος χάρη στη μοναδική του μνήμη, ιστορεί με κάθε ακρίβεια, όλα τα γεγονότα που έλαβαν χώρα από την έναρξη της πολιορκίας μέχρι την πτώση του: «Είχεν δε ο Κίτζιος Τζιαβέλας την ενάρετον γραία μητέρα του Δέσπων, (ήταν 65 ετών) και την ερωμένην του Βασιλικήν, την οποία έπειτα έλαβεν ως σύζυγον».

 

Όπως γίνεται αντιληπτό και μόνο από τις λέξεις, που καθόλου τυχαία χρησιμοποιεί και αντιπαραθέτει ο ικανότατος χρήστης της πένας Κασομούλης, θέλει μάλλον να υπαινιχθεί την εντύπωση που δημιουργούσε αυτή η σχέση.Γιατί φαίνεται ότι κάποιοι σκανδαλίζονταν, γιαυτό και αντιμετωπίστηκε με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με τις συμπάθειες ή τις αντιπάθειες που έτρεφαν οι σύγχρονοι, αλλά και οι μετέπειτα ιστορικοί ή ιστοριογραφούντες προς το πρόσωπο του οπλαρχηγού.

 

Οι συμπαθούντες την είδαν και την περιέγραψαν με τρυφερότητα και θαυμασμό, όπως κάνει η Σωτηρία Αλιμπέρτη, η οποία αναφέρει: «Η γενναία Αγρινιώτισσα, εις τα μάχας προήσπιζε πολλάκις με το υψηλόν της ανάστημα τον βραχύσωμον Κίτσον».

 

Πάντως, η ακατάβλητη Βασιλική, αντιμετώπιζε με την ίδια γενναιότητα και τους κινδύνους και την καταλαλιά που επέσυρε η τολμηρή επιλογή της.         Ήταν παρούσα στις μάχες, ακούραστη, ατρόμητη, έτοιμη να θυσιαστεί για χάρη του. Στάθηκε στο πλευρό του παλικαρίσια και την ώρα του πολέμου και την ώρα της καταλαγής, όπως συνέβη μετά από την μοναδική σε ηρωισμό, σημασία και αυτοθυσία μάχη της Κλείσοβας.

 

Το μικρό αυτό νησάκι, τέσσερα στρέμματα όλο κι όλο, ήταν το τελευταίο οχυρό από την πλευρά της λιμνοθάλασσας ,που παρέμενε ακόμα απάτητο από τους πολιορκητές, δίνοντας μια ελάχιστη έστω ανάσα και υποστήριξη στους πολιορκημένους. Ήταν όμως ζήτημα χρόνου να αλωθεί, από τη στιγμή που ο Ιμπραήμ και ο Κιουταχής αποφάσισαν ότι είναι καιρός να σβήσουν και αυτή την κουκίδα από τον χάρτη. Να απογυμνώσουν την πόλη από τους φυσικούς της προμαχώνες και να επικεντρωθούν στην πολιορκία από την ξηρά. Ο πανταχού παρών Κασομούλης μας πληροφορεί:

 

«Το πρωί του Ευαγγελισμού, οι υπερασπιστές είδαν την ατμοσφαίραν μας σκεπασμένην από μίαν πυκνήν αναθυμίασιν, λεπτήν μεν, αλλά σκοτεινήν. Όλη η φρουρά άρχισε να λέγει ότι το φαινόμενον είναι οιωνός μεγάλης αιματοχυσίας» και τα γεγονότα το επιβεβαίωσαν.

 

Κάποια στιγμή, σηκώθηκε αεράκι, η ομίχλη αραίωσε και οι φόβοι της φρουράς επαληθεύτηκαν, καθώς είδαν ξαφνικά κατάφορτες βάρκες να κινούνται απειλητικά προ της μικρής «ταμπακιέρας», όπως αποκαλούσε περιπαικτικά την Κλείσοβα ο Ιμπραήμ και να την κυκλώνουν.

 

Επικρατεί αναστάτωση και οι υπερασπιστές, 150 άντρες όλοι κι όλοι, κλονίζονται. Και τότε, συνεχίζει ο Κασομούλης, «Δεν χάνει καιρόν ο Τζιαβέλας. Εμβαίνει μόνος του εις εν πλοιάριον. Τον ακολουθούν άλλοι δύο, ο Κώστας Στρατής και ο Στέφος, ενώ με άλλα δύο πλοιάρια τον ακολουθούν ακόμα έξι δικοί του και σπεύδουν προς το νησί. Μόλις εμβήκε, ενέπνευσεν όλον το θάρρος εις τα παλληκάρια εκείνα». Πράγματι, και μόνο η παρουσία του αναπτέρωσε το ηθικό των υπερασπιστών, οι οποίοι απέκρουσαν τις πρώτες επιθέσεις και ανάγκασαν τους επίδοξους κατακτητές να υποχωρήσουν, αφήνοντας πίσω τους τη λιμνοθάλασσα κατάσπαρτη από τους νεκρούς τους.

 

Ακολουθεί δεύτερη επίθεση σε λίγο εξίσου αποτυχημένη, αλλά την κρίσιμη στιγμή μια σφαίρα βρίσκει το σπαθί του Κίτσου και το τσακίζει, χωρίς ευτυχώς να αγγίξει τον ίδιο.

 

Όσοι αντιλαμβάνονται το γεγονός παγώνουν. «Μπες στο εκκλησάκι καπετάνιε, τον εκλιπαρούν. Αν σκοτωθείς χαθήκαμε». Εκείνος αρνείται πεισματικά και από εδώ αρχίζουν οι διαφοροποιημένες εκτιμήσεις και κριτικές που προαναφέραμε, ανάλογα με τις συμπάθειες ή τις αντιπάθειες προς το πρόσωπό του.

 

Κάποιοι εκτιμούν ότι ο λόγος που δεν ήθελε να μπει στο εκκλησάκι, ήταν γιατί ένοιωθε ένοχος για την «ανήθικη» ζωή του και δεν τολμούσε να κοιτάξει την Παναγία κατάματα.

 

Οι συμπαθούντες αντίθετα υποστηρίζουν ότι δεν ήθελε να αφήσει μόνους τους συμπολεμιστές του, οι οποίοι όμως κατάφεραν τελικά να τον πείσουν να τους ακούσει. Σημειώνει και πάλι ο Κασομούλης: «Σε λίγο αναγκασμένος από τις παρακλήσεις, επήγεν μέσα, ενασπάσθη την εικόνα της Παναγίας και εκρέμασε το σπασμένο του σπαθί λέγων: «Παναγιά μου, σήμερον όπου Σε εορτάζομεν, Σε αφιερώνω τούτο και βοήθα τα παλληκάργια να νικήσωμεν τον εχθρόν». Και η προσευχή του εισακούστηκε, αφού μια χούφτα άνθρωποι κατάφεραν τελικά να κατατροπώσουν τους υπεράριθμους αντιπάλους τους και να σώσουν το πολύτιμο οχυρό.

 

Ο Σπυρομίλιος στα απομνημονεύματά του επισημαίνει: «Η νίκη αυτή αποδώθη παρά πάντων και πρεπόντως εις τα προτερήματα τα στρατιωτικά του Στρατηγού Κίτζιου Τζαβέλα».

 

Μετά από αυτή την απίστευτη νίκη, οι γενναίοι υπερασπιστές επέστρεψαν στα σπίτια τους κάτω από τις επευφημίες ολόκληρης της πόλης. Και ο Κασομούλης που δεν χάνει ούτε στιγμή από τα γεγονότα, σημειώνει: «Ο ατρόμητος ήρωας Τζιαβέλας, επέστρεψεν τοιούτος νικητής εις την οικίαν του και ανεπαύθη εις τας αγκάλας της ερωμένης του».

 

Δυστυχώς, η βαθειά ανάσα από τον θρίαμβο της Κλείσοβας, έμελλε να είναι από τις τελευταίες που πήρε το εγκαταλελειμμένο από τη διοίκηση Μεσολόγγι. Στη συνέχεια η πολιορκία έγινε ασφυκτική και εκεί που απέτυχαν τα όπλα και το πλήθος, πέτυχε η πείνα, που οδήγησε στην απονενοημένη απόφαση της εξόδου. Όλο αυτό το διάστημα η Βασιλική είναι η αμετακίνητη δύναμη στο πλευρό του Κίτσου κι ας έχει στο μεταξύ γεννήσει το πρώτο τους παιδί, ένα αγοράκι 18 μηνών την ημέρα της εξόδου και ας είναι και πάλι έγκυος στον 7ο μήνα κι ας θερίζει μέχρι θανάτου η πείνα το Μεσολόγγι.

 

Έτσι φτάνουμε στις 10 Απριλίου του 1826. Ένα χρόνο ακριβώς από την αρχή της πολιορκίας. Ξημερώνει η Κυριακή των Βαϊων, η ημέρα έναρξης του Θείου δράματος, που έρχεται να συναντηθεί με τα πάθη του Μεσολογγίου. Η απόφαση έχει ήδη παρθεί: Έξοδος! Επικεφαλής του τολμήματος έχουν οριστεί οι οπλαρχηγοί Δημήτριος Μακρής, Νότης Μπότσαρης και Κίτσος Τζαβέλας, ο οποίος είναι υπεύθυνος της οπισθοφυλακής.

 

Όλα ξεκίνησαν καλά μέχρι εκείνη την τραγική στιγμή που ακούστηκε το ολέθριο «Πίσω – Πίσω» και άρχισε η καταστροφή. Η οπισθοφυλακή δέχτηκε όλη την πίεση όσων επιχειρούσαν να επιστρέψουν, προκαλώντας το χάος.

 

Η περιγραφή του περιοδικού «Τα Αθηναϊκά», δίνει ανάγλυφα την εικόνα που επικράτησε: «Αναταραζόταν ο τόπος μπροστά στο Μεσολόγγι. Ντουφεκιές, ξεφωνητά σπαραχτικά, ανθρώπινο ποδοβολητό πλημμύριζαν τον αιθέρα.Λίγες στιγμές ήταν που οι κλεισμένοι Έλληνες είχαν αφήσει την πόλη και προσπαθούσαν να ξεφύγουν μέσα απ’ τους αραπάδες του Ιμπραήμ και τα ασκέρια του Κιουταχή.

 

Ο Κίτσος Τζαβέλας, ο ήρωας της Κλείσοβας, προχωρούσε με τους εξοδίτες αργά μα σταθερά. Στο δεξί χέρι κρατούσε το αιματόβρεχτο σπαθί του και γυροφέρνοντάς το άνοιγε δρόμο ανάμεσα στον εχθρό. Με το αριστερό χέρι είχε πιάσει από τη μέση κάποιον αμούστακο φουστανελά και τον προστάτευε.

 

Ήταν ένα όμορφο παλικάρι με ολοκάθαρη φουστανέλα, ντουλαμά άλικο και γαϊτανοστόλιστη φέρμελη. Κανείς δεν θα μπορούσε να καταλάβει ότι αυτό το παλικάρι δεν ήταν άλλη από την όμορφη Βασιλική από το Βραχώρι, την αγαπημένη του Σουλιώτη αρχηγού.

 

Η Βασιλική ντύθηκε αντρίκια, όπως και πολλές άλλες γυναίκες, για να ξεγελάσει τον εχθρό και να τη νομίσουν για άντρα, μα και για να περπατάει πιο λεύτερα απ’ ότι με τα φουστάνια. Όμως κι εκείνη δεν έμενε άπραγη. Βοηθούσε τον καλό της ν’ ανοίξουν πέρασμα ανάμεσα στον εχθρό για να σωθούν. Στο αριστερό της χέρι βαστούσε ένα δαμασκί γιαταγάνι, δώρο του Μεσολογγίτη αρχηγού Ραζικότσικα και μ’ αυτό ξεμάκραινε από το διάβα της τους εχθρούς.

 

Και με το δεξί της, κρατούσε σφιχτά ένα μαυριδερό αγοράκι που μόλις θα είχε χρονίσει. Ήταν το μοναχοπαίδι του Κίτσου και της Βασιλικής, που για να το προφυλάξουν το είχαν βάλει ανάμεσά τους, στα δεξιά η μάνα και στα αριστερά του ο πατέρας. Ο Κίτσος είχε υποσχεθεί στη Βασιλική του ότι αν έβγαιναν σώοι από το Μεσολόγγι θα παντρεύονταν και θα βάφτιζαν και το παιδί τους.

 

Η αδιάκοπη πορεία όμως και η αγωνία φαίνεται ότι έκαμψαν τις αντοχές της ακάματης γυναίκας και ο Κίτσος προσπαθούσε να την εμψυχώσει. Δεν ήταν όμως το θάρρος που της έλειψε. Ήταν η κούραση που την είχε αποκάνει, γιατί εκτός από το μωρό της έχει να μεταφέρει και το δεύτερο παιδί της, αγέννητο ακόμα στον 7ο μήνα. Παρόλα αυτά συνεχίζει, αλλά ο Κίτσος βρίσκεται σε απόγνωση, γιατί έχει συνειδητοποιήσει ότι δεν θα αντέξει για πολύ. Και τότε, σαν θεόσταλτο δώρο, βλέπει να πλησιάζει ένα άλογο πλούσια στολισμένο. Το αναγνωρίζει αμέσως. Είναι ένα από τα δύο που έχουν απομείνει στο Μεσολόγγι. Όλα τα άλλα τα έσφαξαν και τα έφαγαν μέσα στην απελπισία τους. Το συγκεκριμένο ανήκει στον καπετάν Δημήτρη Μακρή, όπως το επιβεβαιώνει η παρουσία του υπασπιστή του, που το σέρνει από τα χαλινάρια, ψάχνοντας απεγνωσμένα τον καπετάνιο του που τον έχασε μέσα στον χαλασμό.

 

Είναι η απάντηση στις προσευχές του Κίτσου. Το δώρο που του στέλνει ο Θεός για να σώσει τη γυναίκα και τα παιδιά του. Ζητά το άλογο από τον ιπποκόμο, αλλά εκείνος αρνείται να του το δώσει. Διαπληκτίζονται και στο μεταξύ οι εχθρικές δυνάμεις όλο και πλησιάζουν. Τον πιάνει απελπισία. Σε λίγο θα είναι αργά να κάνει οτιδήποτε. Αρπάζει στα χέρια τη Βασιλική και το παιδί και τους καθίζει στη σέλα. Ύστερα ανεβαίνει κι αυτός και χτυπά το άλογο δυνατά. Εκείνο, τρομαγμένο από τους αλαλαγμούς και τους πυροβολισμούς και αγριεμένο από το ξαφνικό χτύπημα, τινάζεται μπροστά με τέτοια βιαιότητα που η Βασιλική δεν προλαβαίνει να κρατηθεί. Γλιστρά από τη σέλα και σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια αρπάζεται από τον Κίτσο, αλλά μέσα στην αλλοφροσύνη, της ξεφεύγει από τα χέρια το παιδί! Στο μεταξύ το άλογο πετά ασυγκράτητο ανάμεσα στο πλήθος και τα πάντα χάνονται. Να επιστρέψουν είναι αδύνατο. Να ψάξουν μάταιο. Μα και να εγκαταλείψουν το παιδί τους αδιανόητο. Δεν έχουν όμως επιλογές. Το πλήθος ξετρελαμένο πιέζει αναζητώντας τη σωτηρία και το αγριεμένο άτι καλπάζει αφηνιασμένο. Σφίγγει τα δόντια ο πατέρας και το αφήνει να ακολουθήσει την πορεία του. Η Βασιλική θρηνεί βουβά την απώλεια του πρωτογενή της, προσπαθώντας να μην πικράνει και με τον δικό της πόνο τον αγαπημένο της».

 

Εδώ οφείλω να πω ότι υπάρχουν διάφορες εκδοχές σχετικά με το περιστατικό της απώλειας του παιδιού, που και αυτές είναι λίγο πολύ επηρεασμένες από τις διαθέσεις των γραφόντων απέναντι στον Τζαβέλα.

 

Όπως επισημαίνει ο Κυριάκος Σκιαθάς: «Τα κουτσομπολιά της εποχής έλεγαν ότι ο Τζαβέλας στην προσπάθειά του να ξεφύγει με την ερωμένη του, υμνώντας τον έρωτα, εγκατέλειψε το σχέδιο, πήρε το άλογό του, έβαλε στη σέλα το παιδί και τη Βασιλική και το σπιρούνιασε. Εκείνο στο καλπασμό του έριξε κάτω το παιδί και χάθηκε».

 

Αντίθετα, ο Κώστας Πετρόπουλος, στο βιβλίο του «Σκηνές Μεγαλείου», έχει άλλη άποψη: «Η λεβέντισσα αρραβωνιαστικιά του Κίτσου, η ξακουστή Βασιλική, αντρίκια ντυμένη κι αρματωμένη βρίσκεται πάντα πλάι του. Και σε μια στιγμή που κινδύνευσε ο αγαπημένος της, πετάει το παιδί τους και με μια πετυχημένη επέμβασή της ματαιώνει τον κίνδυνο. Μεγάλη η απόφαση, αλλά κι ακόμη μεγαλύτερη η στιγμή… Η μητέρα γίνεται στρίγγλα και φορώντας το προσωπείο μιας τραγικής Μήδειας καταλήγει στην τρομερή θυσία του χιλιάκριβου σπλάχνου της, για να μη χαθεί σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα ο Κίτσος, που δεν τον υπερασπίζεται απλά ως άντρα της και μοναδικό στήριγμά της, αλλά σαν αναντικατάστατο πολεμικό ηγέτη και πολύτιμο στήριγμα και ελπίδα μαζί του ξεσηκωμένου Γένους».

 

Η Βασιλική ήταν τελικά μια από τις δεκατρείς όλες κι όλες γυναίκες της εξόδου που σώθηκαν σ’ εκείνο το φοβερό ολοκαύτωμα, αλλά ο πόνος για το χαμένο παιδί της ήταν αξεπέραστος. Ακόμα και όταν γέννησε το κοριτσάκι της, δεν μπόρεσε να το χαρεί γιατί τη στοίχειωνε πάντα η μεγάλη απώλεια.

 

Κάποια στιγμή έφτασε η πληροφορία ότι το παιδί είναι ζωντανό και βρίσκεται στο Μεσολόγγι στα χέρια κάποιου Μπέη, που το βρήκε και το περιμάζεψε εκείνη τη ζοφερή ημέρα. Κινητοποιείται το σύμπαν για να διαπιστωθεί αν η πληροφορία είναι αληθινή και σε λίγο επιβεβαιώνεται. Ο Μπέης έχει πράγματι το παιδί, αλλά το έχει αγαπήσει και αρνείται να τo αποχωριστεί. Αρχίζουν διαπραγματεύσεις που καταλήγουν στην ανταλλαγή του μικρού με 40 Τούρκους αιχμαλώτους. Όμως ο Μπέης ακόμα ταλαντεύεται.

 

«Καλά μπρε», διαμαρτύρεται, «μου λέτε ότι είναι γιος του καπετάν Κίτσου, αλλά εγώ θέλω να σιγουρευτώ. Φέρτε το μπροστά μου» και συγχρόνως προστάζει ένα δούλο του να φέρει έναν δίσκο με γλυκά και να τον ακουμπήσει στο δάπεδο, ενώ ο ίδιος αφήνει τη χατζάρα και τις πιστόλες του πιο πέρα.

 

«Και τώρα φέρτε μέσα το παιδί», λέει. Το οδηγούν στη σκηνή. Μόλις έχει αρχίσει να περπατά. Στέκεται για λίγο κοιτάζοντας τριγύρω κι ύστερα, χωρίς να διστάσει, κατευθύνεται προς τα άρματα τα οποία αρχίζει να περιεργάζεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

 

«Στ’ αλήθεια είναι Τζαβελόπουλο, ωρέ», αποφασίζει ο Μπέης. «Πάρτε το να το πάτε στον πατέρα του».

 

Σε λίγες ημέρες οι γονείς αγκάλιασαν το σπλάχνο τους και ένοιωσαν επιτέλους ευτυχισμένοι. Παντρεύτηκαν και βάφτισαν ταυτόχρονα και τα δύο παιδιά τους. Το αγόρι το βάφτισε ο Νότης Μπότσαρης και το ονόμασε Δημήτρη και το κορίτσι ο Δημήτρης Μακρής και της έδωσε το όνομα Καλλιόπη.

 

Τώρα πια η Βασιλική μπορούσε να πει ότι ήταν απόλυτα ευτυχισμένη, αλλά η ζωή της επιφύλασσε κι άλλες εκπλήξεις, οι περισσότερες από τις οποίες οδυνηρές. Αρχικά όλα ξεκίνησαν όμορφα, σχεδόν παραμυθένια. Παντρεμένη επιτέλους με τον άντρα που αγαπούσε, με τα δυο παιδιά της στην αγκαλιά της, ανέπνεε τον ελεύθερο αέρα της μικρής έστω, αλλά ελεύθερης Πατρίδας. Τι άλλο μπορούσε να ζητήσει από τη ζωή; Κι όμως έχει κι άλλα να της δώσει.

 

Στα τέλη Ιανουαρίου του 1828, δηλαδή τον πρώτο μήνα μετά την άνοδο του Καποδίστρια στην εξουσία, ο Κυβερνήτης διορίζει τον Κίτσο χιλίαρχο, αναγνωρίζοντας το ήθος και την  προσφορά του στην Πατρίδα.

 

Όπως όμως ήταν αναμενόμενο, ο γεννημένος πολεμιστής Σουλιώτης δεν θα μπορούσε να επαναπαυθεί στις δάφνες του και να μείνει άπρακτος. Εξάλλου δεν ήταν παρά 28 ετών για να αποφασίσει να παροπλιστεί. Γι’ αυτό και είναι από τους πρώτους που σπεύδουν και πάλι στη Δυτική Στερεά Ελλάδα, ακολουθώντας το όνειρο τόσο το δικό του όσο και του Καποδίστρια, να ελευθερωθεί και να συμπεριληφθεί και αυτή η περιοχή στα όρια του μέλλοντος να δημιουργηθεί νέου ελληνικού κράτους.

 

Διαπρέπει στο Αντίρριο και στη συνέχεια στη Ναύπακτο, όπου για πρώτη φορά από την έναρξη της Επανάστασης, υψώνεται στο φρούριό της η ελληνική σημαία. Στη συνέχεια σπεύδει χωρίς ανάσα εκεί όπου έχει αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς, που εξακολουθούν να τον στοιχειώνουν: Στο Μεσολόγγι!

 

Δεν χρειάστηκαν, παρά 13 ημέρες για να γίνει το θαύμα. Είναι 3 Μαίου του 1829, τρία χρόνια και 13 ημέρες δηλαδή μετά τον όλεθρο και η ελληνική σημαία κυματίζει ξανά στις ντάπιες και στους πύργους της ιερής πόλης. Και ο Κίτσος είναι

 

παρών με την καρδιά του να χτυπά έτοιμη να σπάσει. Δεν αποζητά τίποτα πια. Μόνο τη Βασιλική του για να μοιραστεί μαζί της εκείνες τις ανεπανάληπτες στιγμές, που η ελευθερία αναγεννιέται και η δόξα επανέρχεται εκεί όπου ανήκει.

 

Και ξαφνικά όλα ανατρέπονται για ακόμα μία φορά. Δολοφονείται ο Καποδίστριας, ορίζεται Βασιλιάς των Ελλήνων ο ανήλικος Όθωνας , αλλά τα ηνία τα αναλαμβάνει η αντιβασιλεία και όποιος τολμήσει να αντιταχθεί στις επιλογές της οδηγείται στις φυλακές. Μεταξύ αυτών είναι και ο Κίτσος, που διώχθηκε περισσότερο ως συμπέθερος του Κολοκοτρώνη, αφού η αδελφή του η Φωτεινή έχει ήδη παντρευτεί τον γιο του Γέρου, τον Γενναίο.

 

Βέβαια όταν ενηλικιώθηκε ο Όθωνας διόρθωσε αρκετά από τα σφάλματα των επιτρόπων του και μάλιστα για τον Κίτσο, επέλεξε τη θέση του υπουργού των Στρατιωτικών, ενώ αργότερα, μετά τον θάνατο του Κωλέττη, τον όρισε Πρωθυπουργό για λίγους μήνες

 

Και ενώ όλα φάνταζαν ιδανικά, ένα νέο χτύπημα έρχεται να συγκλονίσει την οικογένεια. Επίκεντρο αυτή τη φορά είναι ο λατρεμένος γιος, κυρίως της Βασιλικής, που τον παραχάιδεψε και έκανε το ορμητικό Τζαβελαίικο αίμα του πιο ανυπότακτο από το φυσικό του.

 

Κατά το διάστημα της υπουργίας του πατέρα του, ο νεαρός Δημήτρης φοιτούσε στην τότε σχολή Ευελπίδων. Κάποια στιγμή, ξεσπά μια εξέγερση των μαθητών, αρχηγός της οποίας, όπως αποδείχτηκε, ήταν ο γιος του Υπουργού. Ο Κίτσος σπεύδει αμέσως στη σχολή και ζητά να τον δει. Ακολουθεί μια θυελλώδης σκηνή μεταξύ τους, όπως αναφέρουν τα αρχεία, η οποία καταλήγει με την οριστική διαγραφή του νεαρού ταραξία από τη σχολή και με το τελεσίγραφο του πατέρα προς τον γιο να μην ξαναπατήσει στο Τζαβελέικο αν δεν ξεπλύνει τη ντροπή στα πεδία των μαχών.

 

Η υπερηφάνεια και ο ατίθασος χαρακτήρας του Δημήτρη, δεν του επιτρέπουν να εκλιπαρήσει για συγχώρεση. Αποδέχεται το τελεσίγραφο και εξαφανίζεται αναζητώντας τόπο να χωρέσει την ανοικονόμητη ορμή του. Θα χρειάζονταν πολλές σελίδες και πολλαπλάσιος χρόνος για να περιγράψουμε με λεπτομέρειες τις περιπέτειές του και θα γινόταν κουραστικό και αρκετά εκτός θέματος. Επιγραμματικά ας αναφέρουμε ότι ο πρώτος του σταθμός είναι η Ρουμανία, όπου άλλαξε το όνομά του σε Γιώργης, για να κρύψει την ταυτότητά του. Εκεί, τον προσέλαβε στην υπηρεσία του κάποιος πλούσιος Βογιάρος, όπως αναφέρει χρονογράφος της εποχής: «Χάρη στην εξυπνάδα αλλά και στο ευειδές αυτού πρόσωπον, το λυγηρόν του ανάστημα, το οποίον ανεδείκνυε η φουστανέλα , είλκυσαν, την προσοχήν πλουσίου τινός Βογιάρου, όστις τον προσέλαβεν εις την υπηρεσίαν του. Αλλά δεν μακροημέρευσε, καθώς η σύζυγος του έστρεψε την προσοχή της στον νεαρό κι εκείνος για ν’ αποφύγει την οργή του συζύγου, εξαφανίστηκε».

 

Περιπλανάται στην Κίνα, στην Ιαπωνία και τελικά βρίσκει τον προορισμό του ως πειρατής, με το όνομα καπετάν Γιώργης. Κάποια στιγμή, αποκαμωμένος από τους κινδύνους, καταφεύγει στην Ινδία, όπου γίνεται δεκτός από έναν ισχυρό μαχαραγιά.

 

Το αίμα του όμως που βράζει τον βάζει σε νέες περιπέτειες. Μπλέκεται σε μια συνωμοσία με τον αδελφό του ευεργέτη του, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε αποκεφαλισμό. Τον σώζει η κόρη του μαχαραγιά και η ποινή μετατρέπεται στο επώδυνο μαρτύριο του στιγματισμού. Αυτό που σήμερα λέμε τατουάζ.

 

Τότε, ειδικοί βασανιστές εργάζονταν επί μήνες για να αποτυπώσουν στα σώματα των καταδίκων τα στίγματα της προδοσίας και οι περισσότεροι πέθαιναν από μολύνσεις. Ο Γιώργης επέζησε και κατάφερε, ποιος ξέρει πως, να δραπετεύσει.

 

Όλα αυτά τα χρόνια κανένας δεν γνωρίζει το παραμικρό για την τύχη του. Η μητέρα του, που τον έχει χάσει για δεύτερη φορά, τον κλαίει και πάλι ως νεκρό, γιατί το νοιώθει βαθιά μέσα της ότι το θαύμα να τον ξαναβρεί, δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Και αυτός ο καημός τη συνόδευσε μέχρι το τέλος της ζωής της, αλλά φρόντιζε πάντα να τον κρατά βαθιά κρυμμένο στην ψυχή της για να μην πληγώνεται περισσότερο ο Κίτσος της. Έκανε και πάλι την καρδιά της πέτρα και στάθηκε στο πλευρό του γενναία, αδάκρυτη και προστατευτική όπως πάντα για τον άντρα της και υπόδειγμα οικοδέσποινας στα νέα της καθήκοντα.

 

Αναφέρεται χαρακτηριστικά στα «Αθηναϊκά»: «Το αρχοντικόν της εις την Αθήνα ήταν ανοιχτό σε όλους τους αγωνιστές και οι Σουλιώτες εκεί πέρα έβρισκαν καταφυγή. Καλόψυχη, βοηθούσε τους ανίσχυρους και πρόθυμα ελάμβανε μέρος σε όλες τις φιλανθρωπικές εκδηλώσεις της αθηναϊκής κοινωνίας». Για εκείνη την περίοδο της ζωής της το περιοδικό διασώζει μια περιγραφή και για την ίδια, από κάποιον σύγχρονό της του οποίου δεν αναφέρεται το όνομα. «Περιβεβλημένη έκτακτον χρυσήν ενδυμασίαν και φέσιον επί της κεφαλής ορθόν και πεποικιλμένον με λεπτά τεμάχια μεταξωτού μαύρου επικεκολλημένα επ’ αυτού λεπτόν βέλο, το οποίο συμπλήρωνε την ενδυμασίαν αυτής».

 

Έτσι είναι η Βασιλική. Γνωρίζει πως να επιβιώνει και να γίνεται χρήσιμη κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, εύκολες ή δύσκολες. Και τα δύσκολα δεν αργούν δυστυχώς να επανέλθουν και να χτυπήσουν το ίδιο σφοδρά όπως πάντα.

 

Αρπάζει φωτιά το σπίτι τους και καταστρέφονται όλα. Δεν λιποψυχά. Άλλωστε έχει πολύ πιο σημαντικές έγνοιες και πάλι.

 

Βρισκόμαστε στο 1854. Έχει ήδη ξεσπάσει ο Κριμαϊκός πόλεμος, που δεν είναι τίποτα άλλο από τον λυσσαλέο ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων για το ποιος θα καρπωθεί την κληρονομιά του πνέοντος τα λοίσθια Μεγάλου Ασθενούς, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ρώσοι, Άγγλοι, Γάλλοι, Αυστριακοί, με ψυχολογία θηρίων, αντιμάχονται για το καλύτερο και μεγαλύτερο τμήμα της, απαγορεύοντας φυσικά την ανάμειξη οποιουδήποτε άλλου στη μεταξύ τους σύγκρουση.

 

Αυτή όμως είναι μια θεόσταλτη ευκαιρία για τους Έλληνες, να απελευθερώσουν και την υπόλοιπη Ελλάδα, που στο μεγαλύτερο μέρος της εξακολουθεί να βρίσκεται υπό Οθωμανική κυριαρχία. Και φυσικά δεν την αφήνουν ανεκμετάλλευτη.

 

Χωρίς πολλές σκέψεις, αρπάζουν τα όπλα και ξαναπιάνουν την υπόθεση της λευτεριάς από την αρχή. Επικεφαλής, οι περισσότεροι μπαρουτοκαπνισμένοι οπλαρχηγοί του προηγηθέντος αγώνα. Και βέβαια, από τους πρώτους ανάμεσά τους ο Κίτσος Τζαβέλας, που αναλαμβάνει την απελευθέρωση της Στερεάς και πολύ σύντομα έχει τις πρώτες επιτυχίες. Τα χωριά ελευθερώνονται το ένα μετά το άλλο, όπως συμβαίνει και στην Θεσσαλία και στη Μακεδονία.

 

Το όνειρο όμως δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Γιατί σύντομα παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους οι ισχυροί, που με αυστηρότατο τελεσίγραφο απειλούν ευθέως τον Όθωνα για τις συνέπειες αυτού του υπερφίαλου εγχειρήματος . Και για να γίνουν πιο πειστικοί, στις 13 Μαρτίου του 1854 γαλλικά πολεμικά πραγματοποιούν τον αποκλεισμό του Πειραιά. Και σαν να μην έφτανε αυτό, τα κατοχικά στρατεύματα φέρνουν μαζί τους και τη χολέρα, η οποία αποδεκατίζει το 1/10 του πληθυσμού. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι Έλληνες αναγκάζονται να υποστείλουν τα λάβαρα και να επιστρέψουν απογοητευμένοι στα ίδια. Αποτέλεσμα; Η εθνική μας κατάρα ξανακάνει την εμφάνισή της. Ο διχασμός κυριαρχεί και όλοι όσοι υμνήθηκαν αρχικά ως ήρωες, τώρα καταδικάζονται ως προδότες και τα «ωσαννά» μετατρέπονται σε «σταύρωσον». Και βέβαια ο Κίτσος δεν εξαιρείται. Του προσάπτουν απίθανες κατηγορίες, μεταξύ των οποίων και χρηματισμό, γεγονός που τον τσακίζει. Ο υπερήφανος οπλαρχηγός, που δοξάστηκε επανειλημμένως στα πεδία των μαχών, τώρα γνωρίζει τη χλεύη του πλήθους. Η απογοήτευση και ο κατατρεγμός, τον λυγίζουν. Πέφτει σε μαρασμό, από τον οποίο ούτε η Βασιλική καταφέρνει να τον σώσει, παρά τις προσπάθειες της. Αναζητά παρηγοριά στο ποτό, από το οποίο σύντομα εξαρτιέται. Κυκλοφορεί σαν σκιά έχοντας κρεμασμένο το φλασκί στο ζωνάρι του, ενώ τριγύρω οι κακεντρεχείς τον φωνάζουν χλευαστικά «Κίτσο – Παγούρα». Αποκόβεται από τα πάντα και απομονώνεται βυθισμένος στις αναμνήσεις και στην απογοήτευση. Και στις 9 Μαρτίου του 1855, αφήνει και την τελευταία του πνοή στην αγκαλιά της αφοσιωμένης του συζύγου. Η Βασιλική, αφού έκλεισε τα μάτια του Κίτσου της, παράτησε τα πάντα και αναζήτησε καταφύγιο στην τελευταία της πατρίδα, την Κηφισιά.

 

Εδώ, θα ήθελα να ευχαριστήσω και δημοσίως την ταμία του πολιτιστικού συλλόγου Κηφισιωτών, κυρία Σοφία Καράλη, η οποία μου έδωσε μια πολύτιμη πληροφορία, σχετικά με τη θέση του σπιτιού όπου έζησε. Σύμφωνα λοιπόν με την εμπεριστατωμένη ενημέρωσή της, το καταφύγιο της Βασιλικής βρισκόταν και υπάρχει ακόμα, φυσικά αλλαγμένο, στην οδό Κυριαζή 20, και το ιστορικό του έχει ως εξής: Το 1895 – 98, η μικρή οικία αγοράστηκε από τον Παναγή Κούρτη και δόθηκε προίκα στην κόρη του Σοφία.

 

Το 1912 – 13 η οικογένεια μετακομίζει στην Αθήνα και στην οικία αυτή στεγάστηκε το Δημοτικό Σχολείο Θηλέων. Το 1934 -35 έγινε ανακαίνιση και το σπίτι πήρε την σημερινή του μορφή.

 

Εκεί έζησε η Βασιλική 30 περίπου χρόνια, χωρίς ποτέ να ξαναγυρίσει στην Αθήνα. Και τα «Αθηναϊκά» μας πληροφορούν: «Το χωριάτικο σπιτάκι της έγινε το καταφύγιό της και εκείνη ο σωτήρ άγγελος των χωρικών της Κηφισιάς και το αντικείμενον λατρείας αυτών».

 

Και όταν στις αρχές Απριλίου του 1882 , έφτασε η στιγμή να ξεκινήσει το ταξίδι του ξανανταμώματος με τον αγαπημένο της, είχε κοντά της όλους όσους συνέτρεξε, αγάπησε και την αγάπησαν.   Η εφημερίδα «ΑΙΩΝ» δημοσίευσε μια συγκλονιστική νεκρολογία γι’ αυτή τη σπάνια γυναίκα, την οποία μας διασώζει ο κ. Σαράντος Καργάκος στο βιβλίο του που προαναφέρθηκε και που αξίζει νομίζω να διαβάσουμε.

 

«Εν Κηφισιά, όπου επί έτη από της αποβιώσεως του συζύγου αυτής εγκατεβίου, εν μικρά τινι ιδιοκτήτω χωρικήν οικία, απεβίωσεν την χθες η χήρα του ήρωος της Κλείσοβας Κίτσου Τζαβέλα, η ιστορική Βασιλική.

 

Η γυνή αύτη είναι μία των επιζησασών γυναικών, της αθανάτου εξόδου του Μεσολογγίου. Αφού ένοπλος συνεξήλθεν και αύτη μετά του Τζαβέλα, φέρουσα επ’ ώμων τον πρωτότοκον υιόν της, νήπιον μηνών δέκα και οκτώ και αύτη έγκυος ούσα, έρριψεν αυτόν εν μέσω των εχθρών, όπως ελευθερωτέρα απομένουσα, αγωνισθεί υπέρ της σωτηρίας των συνεξελθόντων προμάχων της Ελληνικής Ελευθερίας.

 

Το τέκνον εκείνο, ο Δημήτριος, αιχμαλωτισθέν τότε, εξηγοράσθη από του αιχμαλωτίσαντος πασά, αντί τεσσαράκοντα Τούρκων αιχμαλώτων.

 

Η έξοδος επέτυχε και ουχί ολίγοι εσώθησαν εκ των υπέρ της αναστάσεως της Ελλάδος μαχητών εκείνων. Η Βασιλική, πιστή εις τον έρωτα του Κίτσου Τζαβέλα, ου εγένετο σύζυγος, μετά την εκ της εξόδου σωτηρίαν, νυμφευθείσα αυτώ εν Ναυπλίω, παρηκολούθησεν αυτόν καθ’ όλας τας περιπετείας του βίου του. Έκλεισεν δε τους οφθαλμούς εκείνου, όστις μυριάκις ητένισε τον θάνατον ατρόμητος.

 

Μετά τον θάνατον του Τζαβέλα, η ιστορική γυνή απεχώρησεν εις την εξοχικήν καλύβην, ην ο σύζυγός της τη κατέλιπε, εγένετο δε ο σωτήρ άγγελος των χωρικών της Κηφισιάς και το αντικείμενον της λατρείας αυτών. Αφειδώς παρείχεν αυτοίς ότι αν ηδύνατο να διαθέσει εκ του υστερήματος αυτής, εξέπνευσε δε εν μέσω των ευλογιών των πτωχών και των πεινώντων, ων επί έτη υπήρξεν η μήτηρ και έφορος, η νοσοκόμος και η αντιλήπτωρ.

 

Εις ευγνωμοσύνην, αι γυναίκες της Κηφισιάς κατεστόλισαν τον νεκρόν αυτής εκ των κιτρίνων ανθέων, δι ων συνήθιζε να στολίζηται η ωραία χήρα.

 

Η Βασιλική Τζαβέλα είναι μία εκ των τελευταίων αντιπροσώπων των γυναικών της μεγάλης γενεάς εκείνης, ήτις μεγάλη υπήρξε και εις άνδρας και εις γυναίκας, εκ των γυναικών αίτινες μύθευμα είναι εν ταις ημέραις ημών και ων ο βίος υπήρξεν εν όλον μυθιστόρημα, πολλώ ανώτερον εν ταις λεπτομερίαις αυτού των παρά των τολμηροτάτων αυτών ποιητών διασκευασθέντων».

 

Αυτή κυρίες και κύριοι ήταν η Βασιλική Τζαβέλα. Η γυναίκα, που ξεπερνώντας τα ανθρώπινα, έγινε σύμβολο γενναιότητας, αγάπης και προσφοράς.

 

Σ’ εμάς δεν μένει, παρά να την θυμόμαστε με σεβασμό και να παραδειγματιζόμαστε από τη δύναμη και την καρτερία της. Σ’ εσάς δε, τους κατοίκους της Κηφισιάς, αναλογεί ίσως ένα καθήκον παραπάνω.

 

Κάθε Απρίλιο, να γυρίζετε τη μνήμη σας προς τα πίσω, να θυμάστε την αντιλήπτορα των φτωχών τότε κατοίκων της πανέμορφης σήμερα πόλης σας και να της απευθύνετε ό,τι υπαγορεύει η καρδιά σας.

 

Και οι γονείς και οι δάσκαλοι, πείτε δυο λόγια για εκείνη στα παιδιά. Πείτε τους ποια ήταν η Βασιλική Τζαβέλα, που τίμησε την Κηφισιά με την απόφασή της να την επιλέξει ως τελευταία της κατοικία.

 

Παρακινείστε τα να κόψουν από μια κίτρινη μαργαρίτα και να την αφήσουν στο ηρώο της πόλης προς τιμήν της. Όχι τόσο για εκείνη, όσο για όλους εμάς και κυρίως για τα παιδιά μας, που πρέπει, είναι ανάγκη να τους διδάξουμε να αγαπούν την ιστορία μας, αν μας ενδιαφέρει να γαλουχήσουμε ελεύθερους ανθρώπους.

 

Σας ευχαριστώ θερμά την προσοχή σας.

 

Και τώρα ο λόγος στον μαέστρο κ. Αρβανίτη και στα παιδιά της χορωδίας, που θα κλείσουν όμορφα τη εκδήλωσή μας.