Από την ιστορική σειρά «Η Πόρτα του Χρόνου και της Ιστορίας»
… Η «Πόρτα του Χρόνου» είναι η πόρτα της γνώσης και η «Πόρτα της Ιστορίας» είναι η πόρτα της Φυλής…
Τα Ιστορικά Μυθιστορήματα «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος», «Στα χνάρια των Φιλικών», «Μιλώντας με τους ήρωες του 1821» και «Ζωντανεύοντας ηρωίδες του 1821», από τη σειρά «Η Πόρτα του Χρόνου και της Ιστορίας», έχουν μια ιδιομορφία, χάρη στην οποία ο αναγνώστης «βιώνει» τα γεγονότα που περιγράφονται.
Η ιδιομορφία αυτή συνίσταται στο εύρημα της «Πόρτας του Χρόνου και της Ιστορίας», το φανταστικό ενδιάμεσο, που με μυστήριο τρόπο μεταφέρει τον ήρωα των βιβλίων, τον Νικόλα, στον χρόνο και στον τόπο όπου διαδραματίζονται σπουδαία ιστορικά γεγονότα, τα οποία «ζει» λες και ήταν παρών όταν συνέβαιναν. Έτσι οι αναγνώστες, που παρακολουθούν την περιπέτειά του και ταυτίζονται μαζί του, μαθαίνουν την ιστορία μας σχεδόν βιωματικά και όχι ως υποχρέωση, με την ευχαρίστηση που θα διάβαζαν ένα γλαφυρό λογοτεχνικό έργο. Μόνο που το συγκεκριμένο έργο βασίζεται απόλυτα στην ιστορική πραγματικότητα.
«Η Πόρτα του Χρόνου και της Ιστορίας» *
- «Καλώς το παλικάρι. Μα τί γίνεται; Κάτι έχεις εσύ. Τί σου συμβαίνει; Έπεσαν τα καράβια σου έξω»;
- «Γεια καπετάνιο», απαντάει άκεφα ο Νικόλας. «Καλά που σε βρήκα.»
- «Ε! Ε! Σαν πολύ σοβαρός μου φαίνεσαι σήμερα. Για πάμε μέσα να τα πούμε.»
Λέγοντας «μέσα» ο καπετάνιος εννοεί να μπουν στο Κάστρο, κάτω χαμηλά στον Έβδομο, απέναντι από το έμπα του λιμανιού, απ’ όπου το μάτι ξανοίγεται στο πέλαγος και ο νους αρμενίζει ασυγκράτητος.
- «Έλα, αγόρι μου, πες μου τί σε βασανίζει»;
Ο Νικόλας φαίνεται να διστάζει. Τα μεγάλα γκριζογάλανα μάτια του είναι γεμάτα αναπάντητα ερωτηματικά. Θέλει να ρωτήσει, να μάθει επιτέλους την αλήθεια, μα διστάζει. Ντρέπεται και λίγο. Βλέπεις, δε θέλει να τον πάρει ο καπετάνιος για κανέναν αλλοπαρμένο. Τον θαυμάζει πολύ και σέβεται τη γνώμη του.
- «Λοιπόν; Θα μου πεις»;
- «Ξέρεις, καπετάνιε, θέλω να σε ρωτήσω κάτι, μα διστάζω, γιατί μπορεί να σου φανεί τρελό.»
- «Μην ανησυχείς, Νικόλα. Αφού σε βασανίζει, πες το μου.»
- «Να, πριν λίγες ημέρες άκουσα κάτι που με αναστάτωσε.
Υπάρχει λέει μια «Πόρτα» που καλά - καλά δεν κατάλαβα που βρίσκεται και λέγεται «Η Πόρτα του Χρόνου και της Ιστορίας» και όποιος τη διαβεί, θα δει πολλά και θαυμαστά. Από τη στιγμή που το άκουσα δεν μπορώ να την βγάλω από το μυαλό μου. Κοιμάμαι και ξυπνάω με τη σκέψη της. Φαντάζομαι ότι την βρίσκω, ότι την ανοίγω, ότι περνάω απ’ αυτή και βρίσκομαι σε κόσμους άλλους. Προσπαθώ να φανταστώ πώς μπορεί να είναι, πού βρίσκεται, πού οδηγεί; Τη φαντάζομαι μεγάλη, να κάπως σαν την πόρτα τοu Κάστρου, μα τι κρύβει από πίσω δεν ξέρω. Σε παρακαλώ πες μου. Εσύ που έχεις δει τόσα και τόσα, πες μου υπάρχει αυτή η «Πόρτα»;
Είναι τέτοια η λαχτάρα του παιδιού, που ο καπετάνιος διστάζει. Βγάζει από την τσέπη το σκαλιστό του τσιμπούκι και το ανάβει σκεφτικός. «Εδώ σε θέλω καπετάνιε», συλλογίζεται. «Τώρα, τί του λες του Νικόλα»;
Μένει έτσι σκεφτικός κάμποσες στιγμές ατενίζοντας το πέλαγος και ύστερα γυρίζει προς το παιδί, ακουμπάει το χέρι στον ώμο του και του λέει:
- «Υπάρχει, Νικόλα μου! Η «Πόρτα του Χρόνου» είναι η πόρτα της γνώσης και η «Πόρτα της Ιστορίας» είναι η πόρτα της Φυλής. Είναι μέσα μας. Την κουβαλάμε όλοι στην ψυχή μας. Μα, μόνο λίγοι τη βρίσκουν και την ανοίγουν. Γιατί είναι λίγοι και εκλεκτοί εκείνοι που την αναζητούν.»
- «Εγώ την θέλω καπετάνιε. Πρέπει να την βρω.»
- «Αν την θέλεις, θα την βρεις. Μόνο πρόσεχε. Αυτή η «Πόρτα» κρύβει μεγάλες περιπέτειες και θέλει κουράγιο για να την περάσεις.»
- «Θα την περάσω», λέει αποφασιστικά το παιδί. «Ναι, θα την ανοίξω και θα την περάσω.»
- «Τότε καλό ταξίδι, παλικάρι μου», απαντά ο καπετάνιος χαϊδεύοντας με αγάπη το κεφάλι του παιδιού.» …
* Όπως περιγράφεται στο βιβλίο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ (σελίδα 14)