Θεοδώρα Λούφα-Τζοάννου

facebook
 


Αποσπάσματα από το βιβλίο

ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΚΩΝ

hnaria1


… «Κάθε τους βήμα ήταν και μια αποκάλυψη. Κάθε αντικείμενο, κάθε βιβλίο, φωτογραφία, χαρτί ή σφραγίδα, τους έκανε να ανατριχιάζουν από τις μνήμες και την ιστορική δύναμη που έκλεινε μέσα του.

Μπροστά στα έκπληκτα και συγκινημένα μάτια τους άνοιξαν διάπλατα οι πύλες της γνώσης και τους φανέρωσαν το Τρομερό Μυστικό της Φιλικής Εταιρείας.
Το Μυστικό, που για να κρατηθεί, κάποιοι απλοί άνθρωποι πριν από 180 χρόνια είχαν το κουράγιο να ακουμπήσουν το χέρι τους στο Ιερό Ευαγγέλιο και να ορκιστούν ότι θα έδιναν τη ζωή τους για να το προστατέψουν.΄Ηταν το Άγιο Μυστικό του Αγώνα για την ελευθερία. Του αγώνα και της θυσίας για την Ελλάδα.

Το έγραφαν άλλωστε ξεκάθαρα και οι σημαίες και οι σφραγίδες που ήταν εκτεθειμένες στο Μουσείο: «Η.Ε.Α.Η.Θ.Α. Ή ελευθερία ή θάνατος».
Δύο φράσεις. Μόνο δύο απλές φράσεις που θα ράγιζαν και πέτρα με τη δύναμη και την αποφασιστικότητα που έκλειναν μέσα τους. 

Και λίγο πιο πέρα, μια σκηνή που σε τρομάζει με την απλότητα και τη δύναμή της: Δυο άντρες μπροστά από ένα τραπέζι, με το ένα χέρι στην καρδιά και το άλλο στο Ευαγγέλιο, ορκίζονται. «Ο ΟΡΚΟΣ ΤΩΝ ΦΙΛΙΚΩΝ» επεξηγεί η πινακίδα κάτω από τον πίνακα.

Τα μάτια όλων είναι βουρκωμένα και ο νους χαμένος σε σκέψεις. Μα την κατανυκτική σιωπή διακόπτει η πνιγμένη από τη συγκίνηση φωνή του Νικόλα:
-Και εγώ ορκίζομαι. Ορκίζομαι να σας βρω και να μάθω!» ...

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… «Αφού περνούν κάποια λεπτά για να συνέλθουν όλοι, ο Σέκερης απευθύνεται στον Σκουφά και με μεγάλη σοβαρότητα του ανακοινώνει τις αποφάσεις του.

-Οι τρεις ημέρες που  μου έδωσες πέρασαν, του λέει, και η απόφασή μου παραμένει η ίδια. Εδώ στο τραπέζι έχω το κερί και το εικόνισμα που μου ζήτησες.
Είναι η εικόνα του Αγίου Δημητρίου που γιορτάζει σήμερα και εγώ είμαι στη διάθεση τη δική σου και του σκοπού μας.

-Γεώργιε, έχεις ακόμα καιρό. Σκέψου τι πας να κάνεις.

-Δεν έχω να σκεφτώ τίποτα. Αποφάσισα. Τώρα είναι η δική σου η σειρά. Με θεωρείς άξιο να μάθω; Αν ναι, προχώρα. Αν όχι, σημαίνει ότι απέτυχα να σε πείσω και άρα δεν αξίζω την τιμή.

-Σώπα.Η τιμή που λες είναι δική μου, γι’ αυτό πλησίασε και πάρε αυτό εδώ. Και βάζοντας το χέρι στην τσέπη του, βγάζει ένα κομμάτι χαρτί και του το δίνει.

-Είναι ο μικρός όρκος, του λέει. Διάβασέ τον τρεις φορές να τον ακούσω.

Ο Σέκερης παίρνει τον όρκο με χέρια που τρέμουν από συγκίνηση και με φωνή βραχνή, διαβάζει:
-«Ορκίζομαι εις το όνομα της Αληθείας και της Δικαιοσύνης, ενώπιον του Υπερτάτου Όντος ότι θυσιάζων και την ιδίαν μου την ζωήν και έτοιμος να υπομείνω τα σκληρότερα μέτρα, θέλω φυλάττει μυστικόν καθ’ όλην την δύναμιν της τελειότητος του μυστηρίου εκείνον το οποίον μέλλει να μου εξηγηθεί και πως θ’ αποκριθώ με όλην την αλήθειαν σ’ ό,τι ερωτηθώ.»…

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… «Σαν τελειώνει και ο μεγάλος όρκος, ο Σκουφάς σφίγγει στην αγκαλιά του το Σέκερη, τον φιλάει σταυρωτά και τον καλωσορίζει επίσημα στους κόλπους της Εταιρείας.

-Σήμερα, λέει βραχνά, είναι ημέρα γιορτής και θα έπρεπε να τη γιορτάζουμε από  εδώ και πέρα κάθε χρόνο. Σήμερα η Εταιρεία απόχτησε το πρώτο παιδί της, εσένα, αδελφέ Γεώργιε και έλαχε σε μένα η τιμή να σε δεχτώ πρώτος στην αγκαλιά μου. Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό και εύχομαι ν’ ακολουθήσουν τα βήματά σου πολλοί ακόμα Πατριώτες.

Ο Σέκερης, που δεν εμπιστεύεται τη φωνή του από τη συγκίνηση, περιορίζεται σ’ ένα σιωπηλό γνέψιμο. Ύστερα ανοίγει ένα μικρό μπαούλο που βρίσκεται πλάι στο γραφείο, παίρνει από μέσα μια φούχτα γρόσια και τα βάζει στα χέρια του Σκουφά.

-Αυτά έχω όλα κι’ όλα, του λέει. Σου τα δίνω για την κάσα της Εταιρείας μας. Εγώ πλέον δεν έχω ανάγκη από αυτά. Βρήκα το σκοπό μου και αυτό μου αρκεί.» …

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… -«Και πώς είναι τα πράγματα εκεί κάτω στην Πατρίδα;

-Άσχημα. Πολύ άσχημα. Η σκλαβιά έγινε αβάσταχτη και ο κόσμος υποφέρει. Όσοι μπορούν αρπάζουν τ’ άρματα και βγαίνουν στα βουνά. Οι υπόλοιποι σκύβουν το κεφάλι και δέχονται τη μοίρα τους. Ραγιάδες, Υψηλότατε. Οι περισσότεροι είναι ραγιάδες.
Και ο Τούρκος αποθρασύνεται και η ψυχή τους όλο και μαυρίζει.

-Μα γιατί δεν κάνουν επιτέλους κάτι; ρωτάει θυμωμένα σχεδόν ο Υψηλάντης. 
Γιατί δέχονται να υπομένουν αυτό το μαρτύριο έτσι;

-Γιατί δεν μπορούν. Γιατί δεν έχουν που να στραφούν για βοήθεια και συμβουλή. Γιατί όλοι όσοι θα μπορούσαμε να κάνουμε αυτό το κάτι που λέτε, φύγαμε. Αφήσαμε πίσω την Πατρίδα και τους συμπατριώτες μας και πήραμε των ομματιών μας αναζητώντας μια ψευδαίσθηση ελευθερίας σε ξένους τόπους, φιλόξενους μα πάντα ξένους.

-Μα δεν απόμεινε κανένας; Και οι Αμαρτωλοί; Οι Κλέφτες; Οι Καπεταναίοι;

-Αυτοί όλοι θέλουν, και το αποδεικνύουν παίζοντας καθημερινά το κεφάλι τους. Τους λείπει όμως κάτι σπουδαίο.

-Και ποιό είναι αυτό;  Όπλα; Χρήματα;

-Όχι εξοχότατε. Μια κεφαλή. Ένας αρχηγός που θα μπει μπροστά, θα τους δείξει το δρόμο και θα τους οδηγήσει. Ύστερα, εκείνοι ξέρουν το χρέος τους και θα το κάμουν.

-Κάτι προσπαθείς να μου πεις ή κάνω λάθος;»…