Θεοδώρα Λούφα-Τζοάννου

facebook
 


Αποσπάσματα από το βιβλίο

Ζωντανεύοντας ηρωίδες του 1821

Zontanevontas Hroiedes tou 1821-neo2

...Η «απολογία» του Νικόλα

… «Ξέχασα ότι εσείς, που τόσο θαύμασα και αγάπησα, δεν φυτρώσατε. Δεν ήρθατε από το πουθενά και κυρίως δεν κάνατε όλο αυτόν τον Αγώνα μόνοι σας. Είχατε μάνες που σας έφεραν στον κόσμο και διέπλασαν τους χαρακτήρες και τις ψυχές σας. Είχατε συζύγους που στέκονταν στο πλευρό σας αλύγιστες και σας έδιναν κουράγιο, κι ας αγωνιούσαν κάθε φορά που φεύγατε από κοντά τους. Μεγάλωσαν τα παιδιά σας μόνες τους και τα έκαναν παλικάρια γενναία και περήφανα. Και όταν χρειαζόταν, έπαιρναν τα όπλα και έβγαιναν μαζί σας στα βουνά, έπαιρναν μέρος στις μάχες, σας φρόντιζαν όταν τραυματιζόσασταν και έκαναν τα πάντα για να μη σας λείπει τίποτα.
Εκείνες έφτιαχναν τα φισέκια, εκείνες σας έπλεναν τα ρούχα και τις πληγές και εξασφάλιζαν την τροφή σας. Κρατούσαν το σπιτικό σας ανοιχτό κι όταν βρίσκονταν μπροστά σε αξεπέραστους κινδύνους, άρπαζαν τα όπλα και γίνονταν καπετάνισσες, πειρατίνες, στρατηγοί, το ίδιο ικανές με τους άντρες.
Και στις μαύρες στιγμές της ήττας δεν δίσταζαν ποτέ να επιλέξουν ανάμεσα στον θάνατο ή στη σκλαβιά. Τις είδα με τα μάτια μου στη Χίο, στα Ψαρά, στη Νάουσα και σε δεκάδες άλλα μέρη, να ρίχνουν τα παιδιά τους στη θάλασσα ή στους γκρεμούς και να τα ακολουθούν οι ίδιες για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού.
Ε, λοιπόν, ύστερα από ένα ολόκληρο “ταξίδι” μαζί σας, σχεδόν σε όλο τον Αγώνα, έκανα το λάθος να μην προσπαθήσω να τις πλησιάσω. Να τις γνωρίσω από κοντά, όπως εσάς, να τους φιλήσω τα χέρια και να τους πω ένα μεγάλο “ευχαριστώ”. Όση ώρα μιλάει, τα μάτια του είναι δακρυσμένα και η φωνή του τρέμει. Μα το ίδιο δακρυσμένα είναι και τα μάτια των δύο ηρώων, που τον παρακολουθούν κατάπληκτοι.
Κι όταν τελειώνει αυτή τη βαθιά «απολογία», ο Γέρος τον σφίγγει στην αγκαλιά του και μουρμουρίζει με πνιχτή φωνή: «Σ’ ευχαριστώ, Παναγιά μου! Τώρα μπορώ να σβήσω ήσυχος. Η Ελλάδα που φτιάξαμε δεν έχει φόβο όσο έχει παιδιά σαν τον Νικόλα».

ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ

… “Εγώ ήμουνα δύσκολο παιδί. Τρία πράγματα με ενθουσίαζαν απ’ όταν ένιωσα τον κόσμο: η θάλασσα, οι ιστορίες των θαλασσινών και το να είμαι αρχηγός, όχι μόνο στα μικρότερα, αλλά και στα μεγαλύτερα αδέλφια μου. Τα είχα τρελάνει, τα άμοιρα, μα δεν θύμωναν μαζί μου γιατί ένιωθαν πόσο βαθιά τα αγαπούσα και υποχωρούσαν χωρίς πολλές αντιρρήσεις.
Λίγο αργότερα, ανακάλυψα και τον “Θούριο” του Ρήγα, που αμέσως άγγιξε την ψυχή μου. Θυμάμαι ότι ζητούσα ξανά και ξανά από τα αδέλφια μου να μου τον διαβάζουν και καθώς τα άκουγα, έλιωνα στο κλάμα. Η μάνα και ο πατριός μου τους έβαζαν τις φωνές γιατί δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι εκείνα τα λόγια, που έκαναν τα μάτια μου να τρέχουν σαν βρύσες, γέμιζαν την ψυχή μου με τόση δύναμη, που την έκαναν να φτερουγίζει γεμάτη ελπίδα. Έτσι, άναψε η φλόγα μέσα μου. Έτσι, μεγάλωνα και μαζί μου μεγάλωνε κι αυτή.”

ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ

… “Λοιπόν, Νικόλα μου, αυτή η συμπεριφορά του άρχισε να μου κινεί το ενδιαφέρον, μέχρι τη στιγμή που σταμάτησε ξαφνικά, στάθηκε απέναντί μου και αφού με κοίταξε καλά καλά, μου έριξε την οβίδα: “Μαντώ, μέχρι τώρα σας θαύμαζα για την ομορφιά και τη φήμη σας. Τώρα, νιώθω κάτι περισσότερο από θαυμασμό. Νιώθω αγάπη. Εσείς;” Λογικά, θα έπρεπε να φερθώ τουλάχιστον ευγενικά, αλλά κάτι μέσα μου αγρίεψε και έχασα τον έλεγχο. “Εγώ δεν νιώθω τίποτα πέρα από το χρέος μου. Δεν έχω την πολυτέλεια να βάλω στην καρδιά μου τίποτα άλλο από την πατρίδα μου Ίσως κάποτε, όταν αλλάξουν τα πράγματα και η ελευθερία αγκαλιάσει την Ελλάδα, να το σκεφτώ. Μα και τότε, ο μόνος που θα μπορούσε να γίνει σύντροφός μου, θα ήταν κάποιος που αγωνίστηκε για την ελευθερία”.

ΠΑΝΩΡΑΙΑ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑ (γνωστή και ως «Ψωροκώσταινα»)

… “Έτσι, όταν το 1826 το Μεσολόγγι υπέφερε από τις ορδές του Ιμπραήμ, στο Ναύπλιο πραγματοποιήθηκε ένας έρανος για να σταλούν ενισχύσεις στους πολιορκημένους Μεσολογγίτες. Όμως ποιος να προσφέρει στους πεινασμένους όταν όλοι πεινούσαν; Τι να δώσεις όταν δεν έχεις; Την ψυχή σου; Και έτσι άρχισε να επικρατεί απογοήτευση.
Κάποια στιγμή, μια γυναίκα πλησίασε το τραπέζι όπου συγκεντρώνονταν οι προσφορές, έβαλε το χέρι στην τσέπη της, ανέσυρε κάτι και το πρόσφερε στην Επιτροπή λέγοντας: “Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι και από αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια πράγματα προσφέρω για το μαρτυρικό Μεσολόγγι”. Και έφυγε σεμνά και απλά, όπως είχε πλησιάσει. Τέτοια γυναίκα. Τέτοια Ψυχή. Τέτοια…
“Ψωροκώσταινα”!»
“Τέτοια γιαγιά για όλα τα Ελληνόπουλα», συμπληρώνει και ο Νικόλας δακρυσμένος.”