Αποσπάσματα από το βιβλίο Ζωντανεύοντας ηρωίδες του 1821...Η «απολογία» του Νικόλα … «Ξέχασα ότι εσείς, που τόσο θαύμασα και αγάπησα, δεν φυτρώσατε. Δεν ήρθατε από το πουθενά και κυρίως δεν κάνατε όλο αυτόν τον Αγώνα μόνοι σας. Είχατε μάνες που σας έφεραν στον κόσμο και διέπλασαν τους χαρακτήρες και τις ψυχές σας. Είχατε συζύγους που στέκονταν στο πλευρό σας αλύγιστες και σας έδιναν κουράγιο, κι ας αγωνιούσαν κάθε φορά που φεύγατε από κοντά τους. Μεγάλωσαν τα παιδιά σας μόνες τους και τα έκαναν παλικάρια γενναία και περήφανα. Και όταν χρειαζόταν, έπαιρναν τα όπλα και έβγαιναν μαζί σας στα βουνά, έπαιρναν μέρος στις μάχες, σας φρόντιζαν όταν τραυματιζόσασταν και έκαναν τα πάντα για να μη σας λείπει τίποτα. ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ … “Εγώ ήμουνα δύσκολο παιδί. Τρία πράγματα με ενθουσίαζαν απ’ όταν ένιωσα τον κόσμο: η θάλασσα, οι ιστορίες των θαλασσινών και το να είμαι αρχηγός, όχι μόνο στα μικρότερα, αλλά και στα μεγαλύτερα αδέλφια μου. Τα είχα τρελάνει, τα άμοιρα, μα δεν θύμωναν μαζί μου γιατί ένιωθαν πόσο βαθιά τα αγαπούσα και υποχωρούσαν χωρίς πολλές αντιρρήσεις. ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ … “Λοιπόν, Νικόλα μου, αυτή η συμπεριφορά του άρχισε να μου κινεί το ενδιαφέρον, μέχρι τη στιγμή που σταμάτησε ξαφνικά, στάθηκε απέναντί μου και αφού με κοίταξε καλά καλά, μου έριξε την οβίδα: “Μαντώ, μέχρι τώρα σας θαύμαζα για την ομορφιά και τη φήμη σας. Τώρα, νιώθω κάτι περισσότερο από θαυμασμό. Νιώθω αγάπη. Εσείς;” Λογικά, θα έπρεπε να φερθώ τουλάχιστον ευγενικά, αλλά κάτι μέσα μου αγρίεψε και έχασα τον έλεγχο. “Εγώ δεν νιώθω τίποτα πέρα από το χρέος μου. Δεν έχω την πολυτέλεια να βάλω στην καρδιά μου τίποτα άλλο από την πατρίδα μου Ίσως κάποτε, όταν αλλάξουν τα πράγματα και η ελευθερία αγκαλιάσει την Ελλάδα, να το σκεφτώ. Μα και τότε, ο μόνος που θα μπορούσε να γίνει σύντροφός μου, θα ήταν κάποιος που αγωνίστηκε για την ελευθερία”. ΠΑΝΩΡΑΙΑ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑ (γνωστή και ως «Ψωροκώσταινα») … “Έτσι, όταν το 1826 το Μεσολόγγι υπέφερε από τις ορδές του Ιμπραήμ, στο Ναύπλιο πραγματοποιήθηκε ένας έρανος για να σταλούν ενισχύσεις στους πολιορκημένους Μεσολογγίτες. Όμως ποιος να προσφέρει στους πεινασμένους όταν όλοι πεινούσαν; Τι να δώσεις όταν δεν έχεις; Την ψυχή σου; Και έτσι άρχισε να επικρατεί απογοήτευση. |