Θεοδώρα Λούφα-Τζοάννου

facebook
 


Αποσπάσματα από το βιβλίο

Ζωντανεύοντας ηρωίδες του 1821

Zontanevontas Hroiedes tou 1821-neo2

...Η «απολογία» του Νικόλα

… «Ξέχασα ότι εσείς, που τόσο θαύμασα και αγάπησα, δεν φυτρώσατε. Δεν ήρθατε από το πουθενά και κυρίως δεν κάνατε όλο αυτόν τον Αγώνα μόνοι σας. Είχατε μάνες που σας έφεραν στον κόσμο και διέπλασαν τους χαρακτήρες και τις ψυχές σας. Είχατε συζύγους που στέκονταν στο πλευρό σας αλύγιστες και σας έδιναν κουράγιο, κι ας αγωνιούσαν κάθε φορά που φεύγατε από κοντά τους. Μεγάλωσαν τα παιδιά σας μόνες τους και τα έκαναν παλικάρια γενναία και περήφανα. Και όταν χρειαζόταν, έπαιρναν τα όπλα και έβγαιναν μαζί σας στα βουνά, έπαιρναν μέρος στις μάχες, σας φρόντιζαν όταν τραυματιζόσασταν και έκαναν τα πάντα για να μη σας λείπει τίποτα.
Εκείνες έφτιαχναν τα φισέκια, εκείνες σας έπλεναν τα ρούχα και τις πληγές και εξασφάλιζαν την τροφή σας. Κρατούσαν το σπιτικό σας ανοιχτό κι όταν βρίσκονταν μπροστά σε αξεπέραστους κινδύνους, άρπαζαν τα όπλα και γίνονταν καπετάνισσες, πειρατίνες, στρατηγοί, το ίδιο ικανές με τους άντρες.
Και στις μαύρες στιγμές της ήττας δεν δίσταζαν ποτέ να επιλέξουν ανάμεσα στον θάνατο ή στη σκλαβιά. Τις είδα με τα μάτια μου στη Χίο, στα Ψαρά, στη Νάουσα και σε δεκάδες άλλα μέρη, να ρίχνουν τα παιδιά τους στη θάλασσα ή στους γκρεμούς και να τα ακολουθούν οι ίδιες για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού.
Ε, λοιπόν, ύστερα από ένα ολόκληρο “ταξίδι” μαζί σας, σχεδόν σε όλο τον Αγώνα, έκανα το λάθος να μην προσπαθήσω να τις πλησιάσω. Να τις γνωρίσω από κοντά, όπως εσάς, να τους φιλήσω τα χέρια και να τους πω ένα μεγάλο “ευχαριστώ”. Όση ώρα μιλάει, τα μάτια του είναι δακρυσμένα και η φωνή του τρέμει. Μα το ίδιο δακρυσμένα είναι και τα μάτια των δύο ηρώων, που τον παρακολουθούν κατάπληκτοι.
Κι όταν τελειώνει αυτή τη βαθιά «απολογία», ο Γέρος τον σφίγγει στην αγκαλιά του και μουρμουρίζει με πνιχτή φωνή: «Σ’ ευχαριστώ, Παναγιά μου! Τώρα μπορώ να σβήσω ήσυχος. Η Ελλάδα που φτιάξαμε δεν έχει φόβο όσο έχει παιδιά σαν τον Νικόλα».

ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ

… “Εγώ ήμουνα δύσκολο παιδί. Τρία πράγματα με ενθουσίαζαν απ’ όταν ένιωσα τον κόσμο: η θάλασσα, οι ιστορίες των θαλασσινών και το να είμαι αρχηγός, όχι μόνο στα μικρότερα, αλλά και στα μεγαλύτερα αδέλφια μου. Τα είχα τρελάνει, τα άμοιρα, μα δεν θύμωναν μαζί μου γιατί ένιωθαν πόσο βαθιά τα αγαπούσα και υποχωρούσαν χωρίς πολλές αντιρρήσεις.
Λίγο αργότερα, ανακάλυψα και τον “Θούριο” του Ρήγα, που αμέσως άγγιξε την ψυχή μου. Θυμάμαι ότι ζητούσα ξανά και ξανά από τα αδέλφια μου να μου τον διαβάζουν και καθώς τα άκουγα, έλιωνα στο κλάμα. Η μάνα και ο πατριός μου τους έβαζαν τις φωνές γιατί δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι εκείνα τα λόγια, που έκαναν τα μάτια μου να τρέχουν σαν βρύσες, γέμιζαν την ψυχή μου με τόση δύναμη, που την έκαναν να φτερουγίζει γεμάτη ελπίδα. Έτσι, άναψε η φλόγα μέσα μου. Έτσι, μεγάλωνα και μαζί μου μεγάλωνε κι αυτή.”

ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ

… “Λοιπόν, Νικόλα μου, αυτή η συμπεριφορά του άρχισε να μου κινεί το ενδιαφέρον, μέχρι τη στιγμή που σταμάτησε ξαφνικά, στάθηκε απέναντί μου και αφού με κοίταξε καλά καλά, μου έριξε την οβίδα: “Μαντώ, μέχρι τώρα σας θαύμαζα για την ομορφιά και τη φήμη σας. Τώρα, νιώθω κάτι περισσότερο από θαυμασμό. Νιώθω αγάπη. Εσείς;” Λογικά, θα έπρεπε να φερθώ τουλάχιστον ευγενικά, αλλά κάτι μέσα μου αγρίεψε και έχασα τον έλεγχο. “Εγώ δεν νιώθω τίποτα πέρα από το χρέος μου. Δεν έχω την πολυτέλεια να βάλω στην καρδιά μου τίποτα άλλο από την πατρίδα μου Ίσως κάποτε, όταν αλλάξουν τα πράγματα και η ελευθερία αγκαλιάσει την Ελλάδα, να το σκεφτώ. Μα και τότε, ο μόνος που θα μπορούσε να γίνει σύντροφός μου, θα ήταν κάποιος που αγωνίστηκε για την ελευθερία”.

ΠΑΝΩΡΑΙΑ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑ (γνωστή και ως «Ψωροκώσταινα»)

… “Έτσι, όταν το 1826 το Μεσολόγγι υπέφερε από τις ορδές του Ιμπραήμ, στο Ναύπλιο πραγματοποιήθηκε ένας έρανος για να σταλούν ενισχύσεις στους πολιορκημένους Μεσολογγίτες. Όμως ποιος να προσφέρει στους πεινασμένους όταν όλοι πεινούσαν; Τι να δώσεις όταν δεν έχεις; Την ψυχή σου; Και έτσι άρχισε να επικρατεί απογοήτευση.
Κάποια στιγμή, μια γυναίκα πλησίασε το τραπέζι όπου συγκεντρώνονταν οι προσφορές, έβαλε το χέρι στην τσέπη της, ανέσυρε κάτι και το πρόσφερε στην Επιτροπή λέγοντας: “Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι και από αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια πράγματα προσφέρω για το μαρτυρικό Μεσολόγγι”. Και έφυγε σεμνά και απλά, όπως είχε πλησιάσει. Τέτοια γυναίκα. Τέτοια Ψυχή. Τέτοια…
“Ψωροκώσταινα”!»
“Τέτοια γιαγιά για όλα τα Ελληνόπουλα», συμπληρώνει και ο Νικόλας δακρυσμένος.”

Αποσπάσματα από το βιβλίο

Η μεγάλη αναμέτρηση

H MEGALH ANAMETRHSH mes

 

…«Όλα κυλούν ήρεμα, σχεδόν τέλεια.

Η ζωή στο σχολείο είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να ονειρευτεί ένα παιδί. Φίλοι, παλιοί και καινούργιοι, που τον περιβάλλουν με αγάπη, καθηγητές που τον αγκαλιάζουν με στοργή, μαθήματα που τον ευχαριστούν και δεν τον δυσκολεύουν και κυρίως ο Πρίγκιπας μαζί του, να τον γεμίζει υπερηφάνεια και σιγουριά με την παρουσία του.

Μα και στο σπίτι, όλα έχουν βρει πια τους ρυθμούς τους. «Έχουν μπει σε μια σειρά», όπως τονίζει συχνά-πυκνά η μητέρα του, ευχαριστώντας τον Θεό για τη βοήθειά Του.
Τόσο καλά είναι τα πράγματα, που ο πατέρας έχει αρχίσει να κάνει σχέδια για ένα δικό τους σπίτι, που με τη βοήθεια των καινούργιων φίλων και συναδέλφων του, θα φτιάξει μόνος του, έτσι που να θυμίζει το παλιό, μα θα είναι πιο σύγχρονο, πιο «μοδέρνο» όπως λέει, κάνοντας τον Ιβάν να τον πειράζει κάθε τόσο.

Τότε τί φταίει και δεν είναι ευτυχισμένος; Γιατί εκεί που είναι μια χαρά, ανάμεσα σε φίλους αγαπημένους και -επιτέλους- γονείς ήρεμους, ο ίδιος νοιώθει ένα ασήκωτο βάρος να πιέζει το στήθος του και να του μαυρίζει τις ημέρες; Γιατί τα βράδια που πέφτει να κοιμηθεί δεν του κολλάει ύπνος, η σκέψη του ξεστρατίζει και τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα; Είναι αχάριστος;

«Επιτέλους τί σου λείπει;» μουρμουρίζει επιπλήττοντας τον εαυτό του με αγανάκτηση και την ίδια στιγμή χαμογελάει πικρά, γιατί κατά βάθος ξέρει. Ξέρει ακριβώς τι του λείπει και δεν τον αφήνει να χαρεί αυτά που θα έπρεπε να τον κάνουν ευτυχισμένο, αν…
Αχ! Αυτό το πικρό ΑΝ.                                                                                                                    

Αυτό το πικρό ΑΝ, που στοιχειώνει τις νύχτες του, που βαλτώνει τα συναισθήματά του, που κάνει την ψυχή του βαριά σαν μολύβι! Αν μπορούσε να μιλήσει σε κάποιον. Μα ποιόν να επιλέξει»…

 

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… -«Αστειεύεστε; Γράμμα στον Άγιο Βασίλη θα γράψετε. Μπορεί να έχει περιορισμούς;

Μπορείτε να ζητήσετε ό,τι θέλετε και αν κάποιος από εσάς θεωρεί ότι αυτό που ζήτησε δεν πρέπει να κοινολογηθεί, δεν έχει παρά να σημειώσει στο γραπτό του και έχετε το λόγο μου ότι θα μείνει μυστικό ανάμεσα σ’ αυτόν, στον Άγιο και στον ενδιάμεσο, δηλαδή εμένα...

…«Τα παιδιά για πρώτη φορά ησυχάζουν αμέσως, ανοίγουν τα τετράδιά τους και αρχίζουν να γράφουν χωρίς χρονοτριβή.                    

 Η καθηγήτριά τους τα παρακολουθεί με μητρικό χαμόγελο, να μεταμορφώνονται σαν από θαύμα, από αγριωποί έφηβοι σε αυτό που πραγματικά είναι, ονειροπόλα, γεμάτα τρυφερότητα και πίστη στο όνειρο παιδιά, που αφήνουν τους εαυτούς τους ελεύθερους να βιώσουν και πάλι τη χαρά της αθωότητας και της πίστης στα θαύματα και στα παραμύθια.

«Ίσως να είμαστε ασυγχώρητοι», συλλογίζεται, «που έχουμε χάσει την πραγματική επικοινωνία με τα παιδιά. Δίνουμε περισσότερο βάρος στα πρακτικά και ξεχνάμε, αιχμαλωτισμένοι και εμείς στα διάφορα πρέπει, τις ανάγκες της ψυχής τους. Τα πιέζουμε, τα πειθαναγκάζουμε, τα στύβουμε πραγματικά και τους κόβουμε αυτό που έχουν ανάγκη για να είναι ευτυχισμένα. Το οξυγόνο της ανεμελιάς, του ονείρου, της φαντασίας και της ελευθερίας. Τους παρέχουμε πολλά. Ίσως τα περισσότερα απ’ ό,τι είχαν ποτέ παιδιά.

Μα είναι τόσο πεζά, τόσο καθημερινά, που τα αφήνουν σχεδόν αδιάφορα. Και τότε τα λέμε αχάριστα, ανικανοποίητα, άπληστα, χωρίς να σκεφτόμαστε ποιος ευθύνεται γι’ αυτό που γίνονται τα παιδιά μας.» …                                                     

… «Ε, λοιπόν, η σημερινή ημέρα της αυτοκριτικής και της αυτογνωσίας, ας είναι και η δική μου ευκαιρία να επωφεληθώ από το θαύμα των Χριστουγέννων. Να επικοινωνήσω, με όσο παιδί έχει απομείνει μέσα μου, με τον Άγιο Βασίλη και να του ζητήσω να με βοηθήσει να αναθεωρήσω την πορεία μου, να απαλλαγώ, όσο μου επιτρέπεται, από τα καταπιεστικά πρέπει και να γίνω καλύτερη σ’ αυτό που πάντα ονειρευόμουν.» …

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 


… «Τί γυρεύει ο Ιβάν από τον Άγιο Βασίλη; Με δυο λόγια, τον ικετεύει, όταν τελειώσει το μοίρασμα των δώρων του σ’ όλα τα παιδιά του κόσμου, να τον εμπιστευτεί και να του δανείσει για λίγο το έλκηθρό του, ώστε να πετάξει μόνο για μια στιγμή κοντά στον παππού και στους φίλους του που έχει αφήσει πίσω και πονά αφόρητα από την απουσία τους.                                                                                              

  -«Αν γίνεται -του λέει- σε ικετεύω, βοήθησέ με να νιώσω τη χαρά των Χριστουγέννων έστω και σαν όνειρο, έστω για μια στιγμή μόνο».
Το τέλος της ανάγνωσης, βρίσκει μια ολόκληρη τάξη ακίνητη, πλημμυρισμένη από συναισθήματα που ίσως και να μην ένιωθε ποτέ αν δεν τα είχε μοιραστεί έτσι, μ’ αυτό τον τρόπο που τα μοιράστηκε.» …

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 


… -«Μα τί έχουμε να χάσουμε; ρωτά ο παππούς.

Έτσι κι’ αλλιώς, ο Πρίγκιπας είναι η μόνη μας ελπίδα. Ας το τολμήσουμε και ο Θεός βοηθός.
-Μη φοβάστε, τους ησυχάζει ο Ιβάν. Θα τα καταφέρει.

Είμαι σίγουρος ότι δεν θα μας απογοητεύσει. Θα δείτε.

Έτσι ο Πρίγκιπας, μετά την υπομονετική καθοδήγηση του Ιβάν, ξεκινά για την πιο δύσκολη και επικίνδυνη αποστολή που έχει αναλάβει ποτέ. 

Φεύγει από το σπίτι κρατώντας στο στόμα του ένα μπαλάκι και αρχίζει να περιπλανιέται εδώ κι εκεί, ψάχνοντας σκουπίδια, μυρίζοντας ξένες πόρτες, «σημαδεύοντας» γωνιές και κήπους, μα πάντα με το μικρό μπαλάκι στο στόμα. Κάποια στιγμή και μετά από περιπλάνηση αρκετών ωρών, καταλήγει στη γειτονιά του Αλεξέι, όπου εντελώς «τυχαία» ανακαλύπτει ένα σωρό σκουπιδιών στην αυλή του και σπεύδει να ψάξει μήπως και βρει εκεί κάποιον πολυπόθητο μεζέ για να χορτάσει την πείνα του.                                                                                                     

Σκαλίζει με ανυπομονησία τα σκουπίδια, αναποδογυρίζει κουτιά, σκίζει σακούλες, μέχρι που ανακαλύπτει κάτι που τον ενδιαφέρει και αρχίζει να γαβγίζει ευχαριστημένος.                                                                                                                             

Ο Αλεξέι ακούει το γάβγισμα και η καρδιά του αναπηδά.                                                                  

«Ο  Πρίγκιπας! Τον έστειλε σίγουρα ο Ιβάν! Για κάτι θέλει να με ενημερώσει ο φίλος μου. Δεν με ξέχασε», συλλογίζεται και αμέσως πετιέται από το κρεβάτι του και βγαίνει έξω, όπου βλέποντας τον χαλασμό που έχει κάνει στο μεταξύ ο Πρίγκιπας, αρχίζει να του φωνάζει τάχα αγριεμένος.

Ο έξυπνος σκύλος απομακρύνεται ενώ ο Αλεξέι αρχίζει να συμμαζεύει  τα σκορπισμένα σκουπίδια, ανάμεσα στα οποία βρίσκεται το μπαλάκι που του άφησε ο Πρίγκιπας. Το παίρνει και το βάζει με τρόπο στην τσέπη του. Συγχρόνως, κατευθύνεται προς την αποθήκη για να πάρει υποτίθεται μερικές σακούλες, να μαζέψει τα σκορπισμένα σκουπίδια. Όταν βγαίνει, αφήνει την πόρτα μισάνοιχτη, ενώ σφυρίζει «ανέμελα» έναν συγκεκριμένο σκοπό.

Το σφύριγμα φτάνει στ’ αυτιά του Πρίγκιπα που περιμένει κρυμμένος ανάμεσα σε μερικούς θάμνους και αμέσως σπεύδει να τρυπώσει στην αποθήκη.

Εκεί τον βρίσκει ο Αλεξέι όταν τελειώνει το «συμμάζεμα» και τον αγκαλιάζει με αγάπη. Συγχρόνως, ανοίγει το σκισμένο μπαλάκι που του έφερε και βγάζει από μέσα
ένα χιλιοδιπλωμένο και πυκνογραμμένο χαρτί με τις οδηγίες που του στέλνει ο φίλος του…                                                                                                                                   

Διαβάζει και ξαναδιαβάζει με λαχτάρα όσα του γράφει, κρατώντας στην αγκαλιά του τον Πρίγκιπα, που και μόνο η παρουσία του, του δίνει κουράγιο για τον σκληρό αγώνα που ήδη άρχισε.
-Θα τα καταφέρουμε φιλαράκο, ψιθυρίζει στον Πρίγκιπα και εκείνος ανατριχιάζει, δείχνοντάς του ότι συμφωνεί μαζί του, αλλά δεν βγάζει τον παραμικρό ήχο, για να μην προδοθεί η παρουσία του.» …

Αποσπάσματα από το βιβλίο

ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΚΩΝ

hnaria1


… «Κάθε τους βήμα ήταν και μια αποκάλυψη. Κάθε αντικείμενο, κάθε βιβλίο, φωτογραφία, χαρτί ή σφραγίδα, τους έκανε να ανατριχιάζουν από τις μνήμες και την ιστορική δύναμη που έκλεινε μέσα του.

Μπροστά στα έκπληκτα και συγκινημένα μάτια τους άνοιξαν διάπλατα οι πύλες της γνώσης και τους φανέρωσαν το Τρομερό Μυστικό της Φιλικής Εταιρείας.
Το Μυστικό, που για να κρατηθεί, κάποιοι απλοί άνθρωποι πριν από 180 χρόνια είχαν το κουράγιο να ακουμπήσουν το χέρι τους στο Ιερό Ευαγγέλιο και να ορκιστούν ότι θα έδιναν τη ζωή τους για να το προστατέψουν.΄Ηταν το Άγιο Μυστικό του Αγώνα για την ελευθερία. Του αγώνα και της θυσίας για την Ελλάδα.

Το έγραφαν άλλωστε ξεκάθαρα και οι σημαίες και οι σφραγίδες που ήταν εκτεθειμένες στο Μουσείο: «Η.Ε.Α.Η.Θ.Α. Ή ελευθερία ή θάνατος».
Δύο φράσεις. Μόνο δύο απλές φράσεις που θα ράγιζαν και πέτρα με τη δύναμη και την αποφασιστικότητα που έκλειναν μέσα τους. 

Και λίγο πιο πέρα, μια σκηνή που σε τρομάζει με την απλότητα και τη δύναμή της: Δυο άντρες μπροστά από ένα τραπέζι, με το ένα χέρι στην καρδιά και το άλλο στο Ευαγγέλιο, ορκίζονται. «Ο ΟΡΚΟΣ ΤΩΝ ΦΙΛΙΚΩΝ» επεξηγεί η πινακίδα κάτω από τον πίνακα.

Τα μάτια όλων είναι βουρκωμένα και ο νους χαμένος σε σκέψεις. Μα την κατανυκτική σιωπή διακόπτει η πνιγμένη από τη συγκίνηση φωνή του Νικόλα:
-Και εγώ ορκίζομαι. Ορκίζομαι να σας βρω και να μάθω!» ...

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… «Αφού περνούν κάποια λεπτά για να συνέλθουν όλοι, ο Σέκερης απευθύνεται στον Σκουφά και με μεγάλη σοβαρότητα του ανακοινώνει τις αποφάσεις του.

-Οι τρεις ημέρες που  μου έδωσες πέρασαν, του λέει, και η απόφασή μου παραμένει η ίδια. Εδώ στο τραπέζι έχω το κερί και το εικόνισμα που μου ζήτησες.
Είναι η εικόνα του Αγίου Δημητρίου που γιορτάζει σήμερα και εγώ είμαι στη διάθεση τη δική σου και του σκοπού μας.

-Γεώργιε, έχεις ακόμα καιρό. Σκέψου τι πας να κάνεις.

-Δεν έχω να σκεφτώ τίποτα. Αποφάσισα. Τώρα είναι η δική σου η σειρά. Με θεωρείς άξιο να μάθω; Αν ναι, προχώρα. Αν όχι, σημαίνει ότι απέτυχα να σε πείσω και άρα δεν αξίζω την τιμή.

-Σώπα.Η τιμή που λες είναι δική μου, γι’ αυτό πλησίασε και πάρε αυτό εδώ. Και βάζοντας το χέρι στην τσέπη του, βγάζει ένα κομμάτι χαρτί και του το δίνει.

-Είναι ο μικρός όρκος, του λέει. Διάβασέ τον τρεις φορές να τον ακούσω.

Ο Σέκερης παίρνει τον όρκο με χέρια που τρέμουν από συγκίνηση και με φωνή βραχνή, διαβάζει:
-«Ορκίζομαι εις το όνομα της Αληθείας και της Δικαιοσύνης, ενώπιον του Υπερτάτου Όντος ότι θυσιάζων και την ιδίαν μου την ζωήν και έτοιμος να υπομείνω τα σκληρότερα μέτρα, θέλω φυλάττει μυστικόν καθ’ όλην την δύναμιν της τελειότητος του μυστηρίου εκείνον το οποίον μέλλει να μου εξηγηθεί και πως θ’ αποκριθώ με όλην την αλήθειαν σ’ ό,τι ερωτηθώ.»…

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… «Σαν τελειώνει και ο μεγάλος όρκος, ο Σκουφάς σφίγγει στην αγκαλιά του το Σέκερη, τον φιλάει σταυρωτά και τον καλωσορίζει επίσημα στους κόλπους της Εταιρείας.

-Σήμερα, λέει βραχνά, είναι ημέρα γιορτής και θα έπρεπε να τη γιορτάζουμε από  εδώ και πέρα κάθε χρόνο. Σήμερα η Εταιρεία απόχτησε το πρώτο παιδί της, εσένα, αδελφέ Γεώργιε και έλαχε σε μένα η τιμή να σε δεχτώ πρώτος στην αγκαλιά μου. Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό και εύχομαι ν’ ακολουθήσουν τα βήματά σου πολλοί ακόμα Πατριώτες.

Ο Σέκερης, που δεν εμπιστεύεται τη φωνή του από τη συγκίνηση, περιορίζεται σ’ ένα σιωπηλό γνέψιμο. Ύστερα ανοίγει ένα μικρό μπαούλο που βρίσκεται πλάι στο γραφείο, παίρνει από μέσα μια φούχτα γρόσια και τα βάζει στα χέρια του Σκουφά.

-Αυτά έχω όλα κι’ όλα, του λέει. Σου τα δίνω για την κάσα της Εταιρείας μας. Εγώ πλέον δεν έχω ανάγκη από αυτά. Βρήκα το σκοπό μου και αυτό μου αρκεί.» …

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… -«Και πώς είναι τα πράγματα εκεί κάτω στην Πατρίδα;

-Άσχημα. Πολύ άσχημα. Η σκλαβιά έγινε αβάσταχτη και ο κόσμος υποφέρει. Όσοι μπορούν αρπάζουν τ’ άρματα και βγαίνουν στα βουνά. Οι υπόλοιποι σκύβουν το κεφάλι και δέχονται τη μοίρα τους. Ραγιάδες, Υψηλότατε. Οι περισσότεροι είναι ραγιάδες.
Και ο Τούρκος αποθρασύνεται και η ψυχή τους όλο και μαυρίζει.

-Μα γιατί δεν κάνουν επιτέλους κάτι; ρωτάει θυμωμένα σχεδόν ο Υψηλάντης. 
Γιατί δέχονται να υπομένουν αυτό το μαρτύριο έτσι;

-Γιατί δεν μπορούν. Γιατί δεν έχουν που να στραφούν για βοήθεια και συμβουλή. Γιατί όλοι όσοι θα μπορούσαμε να κάνουμε αυτό το κάτι που λέτε, φύγαμε. Αφήσαμε πίσω την Πατρίδα και τους συμπατριώτες μας και πήραμε των ομματιών μας αναζητώντας μια ψευδαίσθηση ελευθερίας σε ξένους τόπους, φιλόξενους μα πάντα ξένους.

-Μα δεν απόμεινε κανένας; Και οι Αμαρτωλοί; Οι Κλέφτες; Οι Καπεταναίοι;

-Αυτοί όλοι θέλουν, και το αποδεικνύουν παίζοντας καθημερινά το κεφάλι τους. Τους λείπει όμως κάτι σπουδαίο.

-Και ποιό είναι αυτό;  Όπλα; Χρήματα;

-Όχι εξοχότατε. Μια κεφαλή. Ένας αρχηγός που θα μπει μπροστά, θα τους δείξει το δρόμο και θα τους οδηγήσει. Ύστερα, εκείνοι ξέρουν το χρέος τους και θα το κάμουν.

-Κάτι προσπαθείς να μου πεις ή κάνω λάθος;»…

      Από την κοινωνική σειρά «Ιβάν και Πρίγκιπας»

Αποσπάσματα από το βιβλίο

Ιβάν και Πρίγκιπας

ivan4

… «Από μένα, του είχε πει με τρεμάμενη φωνή, εκτός από την ευχή και την αγάπη μου, θα πάρεις μαζί σου ένα ακόμα δώρο. Θέλω να πάρεις μαζί σου τον Πρίγκιπα.
-Μα, παππού μου, ο Πρίγκιπας είναι ο αγαπημένος σου, δεν μπορώ να σου τον στερήσω.

-Μπορώ και θέλω εγώ. Άλλωστε, έχω τίποτα πιο αγαπημένο από σένα; Και όμως, σε στερούμαι για το καλό σας. Ε, λοιπόν, θα σταματήσω στον Πρίγκιπα; Γι’ αυτό κάνε μου τη χάρη και πάρ’ τον μαζί σου. Είναι καιρός να γυρίσει και αυτός πίσω στην Πατρίδα των προγόνων του, όπως θα κάμετε και σεις. Βλέπεις, όπως όλοι μας, έτσι και τούτος βαστάει από τους πρώτους εκείνους συντρόφους που έφεραν μαζί τους οι δικοί μου παππούδες, όταν παιδιά ακόμα έφτασαν εδώ.

-Ναι, ξέρω. Είναι η συνέχεια του Μούργου και της Χιονάτης.
-Ακριβώς. Είναι ένα γνήσιο Ελληνικό τσοπανόσκυλο, φύλακας και φίλος ανεκτίμητος, που κρατήθηκε καθαρόαιμος με χίλιες προσπάθειες και ήρθε τώρα ο καιρός να γυρίσει εκεί απ’ όπου κατάγεται η γενιά του. Στο κάτω-κάτω, αυτός είναι ένας «ευγενής», με τίτλους και περγαμηνές, που το παρελθόν του χάνεται χιλιάδες χρόνια πίσω, στην αρχαία Ελλάδα, και δικαιωματικά πρέπει να επιστρέψει.

Οι προσπάθειες του παππού  να αστειευτεί πήγαν βέβαια χαμένες, γιατί ο πόνος του αποχωρισμού δεν άφηνε τέτοια περιθώρια. Και ο Ιβάν δεν μπόρεσε ούτε μια στιγμή να χαμογελάσει με τις «περγαμηνές» του Πρίγκιπα, ούτε τότε που τις ανέφερε ο παππούς, ούτε τώρα που το ξανασκέφτεται.»…

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… «Αχ, μανούλα μου», σκέφτεται τώρα ο Ιβάν, τρέμοντας. «Αυτό ακριβώς φοβάμαι. Αυτή η ώρα με τρομάζει και μου λύνει τα γόνατα, όπως και το τι με περιμένει όταν θα μπω στην τάξη και θα βρεθώ απέναντι σε είκοσι πέντε άγνωστα, ξένα παιδιά, που θα έχουν καρφωμένα τα μάτια τους πάνω μου! Και εγώ θα πρέπει να τα πλησιάσω, να τους μιλήσω, να μπω ανάμεσά τους, να καθίσω πλάι τους, να γίνω ένα μαζί τους, αν το μπορέσω! Αν μου το επιτρέψουν!»

Όλη αυτή την ώρα, στέκεται σε μια γωνιά αμήχανος και περιμένει να χτυπήσει το κουδούνι για να πάει στην τάξη που του υπέδειξε μία κυρία, από την προηγούμενη ημέρα, όταν ήρθε με τους γονείς του για να τον γράψουν.

Ήταν συμπαθητική. Του μίλησε ωραία και τον έκανε να αισθάνεται σχεδόν ήρεμος.

Σήμερα, όμως, αν δεν τρεπόταν, θα το έβαζε στα πόδια, αλλά τί να πει στους γονείς του, που θα τον ρωτούσαν σίγουρα γιατί φάνηκε τόσο δειλός; Έτσι, στέκεται και περιμένει υπομονετικά, με μοναδική συντροφιά και πηγή δύναμης, τον Πρίγκιπα, που κάθεται στητός έξω από τα κάγκελα και τον κοιτάζει στα μάτια, βγάζοντας κάθε λίγο ένα σιγανό γρύλισμα, ίσα-ίσα να το ακούν οι δυο τους, σα να θέλει να τον καθησυχάσει και να τον διαβεβαιώσει ότι θα είναι εκεί, φίλος και φύλακάς του άγρυπνος.

Και παίρνει πραγματικά κουράγιο ο Ιβάν. Σκέφτεται και τα λόγια του παππού: «Πρόσεξε, μικρέ, μη με ντροπιάσεις εκεί κάτω στην πατρίδα. Θέλω όλοι να σε δείχνουν με καμάρι και να λένε ότι αυτό το παιδί που μας ήρθε από μακριά, είναι ένα άξιο δικό μας παιδί και το αγαπάμε.» …

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… -«Δεν σε καταλαβαίνω, Ιβάν. Εσένα γιατί σ’ ενδιαφέρουν όλα αυτά;
-Επειδή κινδυνεύει ένα παιδί, και πιστεύω ότι μπορώ να βοηθήσω. Τουλάχιστον να προσπαθήσω να βοηθήσω.


-Αυτή η αυθόρμητη δήλωση, τους αφήνει όλους βουβούς. Ένα παιδί δίνει μαθήματα μεγαλοψυχίας και ανθρωπιάς που πραγματικά τους συγκλονίζουν, γι’ αυτό και για λίγο πέφτει απόλυτη σιωπή, που το φέρνει σε πραγματικά δύσκολη θέση.  

  Κοιτάζει αμήχανο τριγύρω τα ξαφνιασμένα πρόσωπα που το περιβάλλουν και ενώ τα μάτια του βουρκώνουν, ψελλίζει με παράπονο:
-Μα τί έκανα; Είπα κάτι που δεν έπρεπε;


-Όχι, αγόρι μου, μην ανησυχείς. Απλώς είναι κάποιες στιγμές που εμείς οι απλοί άνθρωποι ξαφνιαζόμαστε όταν συνειδητοποιούμε ότι έχουμε ανάμεσά μας, δίπλα μας, αυτό που λέμε ξεχωριστές ψυχές. Και η δική σου η ψυχή είναι πραγματικά ξεχωριστή.
-Σας παρακαλώ, μη με κάνετε να νιώθω ακόμα πιο άσχημα. Δεν έκανα κάτι για να μου λέτε τέτοια πράγματα. Απλώς, νομίζω ότι μπορώ, μπορούμε θέλω να πω, να βοηθήσουμε και το είπα. Είναι τόσο σπουδαίο αυτό;» … 

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… «Ο Ιβάν έχει γίνει κατακόκκινος. Αισθάνεται αμηχανία μπροστά σ’ αυτόν τον άνθρωπο που ξεγυμνώνει την ψυχή του σε ένα παιδί και γεμάτος συντριβή, του γυρεύει συγχώρεση για τα σφάλματά του.
-Σας παρακαλώ του λέει αμήχανος. Σας ικετεύω, σταματήστε. Αισθάνομαι άσχημα με όλα αυτά. Είμαι χαρούμενος που ο Αντώνης θα γίνει καλά. Όλα τα άλλα περιττεύουν.

-Όχι, αγόρι μου. Δεν περιττεύουν. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που ένιωσα τι θα πει πραγματικό ανθρώπινο ενδιαφέρον. Πρώτη φορά κάποιος έβαλε σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή για να κάνει κάτι καλό για μένα, και μάλιστα για το μονάκριβο παιδί μου, που είναι ο αποκλειστικός σκοπός της ζωής μου. Σου οφείλω τη ζωή του παιδιού μου και σε παρακαλώ να μου επιτρέψεις να κάνω κάτι και εγώ για σένα. Όχι ότι μπορώ να σου ανταποδώσω το καλό που μου έκανες, αλλά σαν μια μικρή ένδειξη της ευγνωμοσύνης που νιώθω. Πες μου τι μπορώ να κάνω και θα γίνει αμέσως.

-Μα…
-Σε παρακαλώ. Αν θέλεις να πάψω να αισθάνομαι ντροπή για τη συμπεριφορά μου, αν με έχεις συγχωρέσει, πρέπει να μου δώσεις μια ευκαιρία.
-Καλά, λοιπόν. Αφού επιμένετε, θα σας ζητήσω κάτι που για μένα έχει μεγάλη σημασία.
-Μπράβο! Πες το μου και θα γίνει.

-Θέλω να δεχτείτε το κουταβάκι που σας έφερα πριν από λίγες ημέρες. Να πάρετε το γιο του Πρίγκιπα, να τον μεγαλώσετε και να τον κάνετε φύλακα στα κοπάδια σας. Είναι από σπουδαία ράτσα, καθαρόαιμος Ελληνικός Ποιμενικός, σκυλί γεννημένο για να φυλάει κοπάδια, να τα προστατεύει από τ’ αγρίμια και να προλαβαίνει τις ζημιές που προκαλούν στην προσπάθειά τους να βρουν τροφή.

-Μα αυτό είναι ένα ακόμα δώρο από μέρους σου. Όχι από μένα για σένα.

-Κάνετε λάθος. Αυτό θα είναι ένα δώρο και από τους δυο μας προς τη φύση και τις μελλοντικές γενιές. Γιατί, όπως μου έλεγε συχνά ο παππούς μου, «μόνο αν μάθουμε να συνυπάρχουμε όλα τα δημιουργήματα του Θεού σ’ αυτόν τον παράδεισο που λέγεται γη, μόνο αν μάθουμε να σεβόμαστε τις ανάγκες και τα δικαιώματα και των πιο μικρών δημιουργημάτων, προστατεύοντας απλώς τα δικά μας και όχι επιβάλλοντας τους δικούς μας κανόνες, μόνο τότε η ζωή θα μπορέσει να συνεχιστεί και αυτό που κληρονομήσαμε για να το χαρούμε και να το απολαύσουμε, θα το παραδώσουμε όπως έχουμε χρέος και σ’ αυτούς που θα ακολουθήσουν μετά από μας.»

Με λίγα λόγια, σας ζητώ να προστατεύσετε τα ζώα σας χωρίς όμως να αφανίζετε τα υπόλοιπα που δεν σας ανήκουν. Και σ’ αυτό είμαι βέβαιος ότι θα είναι πολύτιμος βοηθός ο μικρός Πρίγκιπας, που θα σας φέρω. Ο παππούς μου έλεγε ότι ο κόσμος μας χωράει όλους, αρκεί να χωρούν και οι καρδιές μας την αγάπη που χρειάζεται για να συνυπάρχουμε αρμονικά.» …

Αποσπάσματα από το βιβλίο

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1821

mi7

… «Όλοι τούτοι», και δείχνει τον Σέκερη, «με φωνάζουν Καπετάνιο μπροστά μου και Γέρο πίσω μου. Εσύ, αν θέλεις, λέγε με “Παππούλη”. Άλλωστε, εγγόνι μου είσαι κι εγώ έχω το δικαίωμα ν’ ακούσω αυτή τη γλυκιά λέξη έστω για μια φορά στη ζωή μου».
«Παππούλη!» κάνει ξαφνιασμένος ο Νικόλας. «Αλήθεια; Μπορώ; Έχω το δικαίωμα και την τιμή να αποκαλώ Παππούλη τον Κολοκοτρώνη!»
«Το δικαίωμα, όπως το λες, το ’χεις από τη γενιά σου. Ελληνόπουλο δεν είσαι; Ε, λοιπόν, είσαι εγγόνι μου. Και μην τολμήσεις να με πεις αλλιώς γιατί χάθηκες».
Και μεμιάς, «παππούς», «εγγονός» και Σέκερης βρίσκονται σφιχταγκαλιασμένοι, να γιορτάζουν το σμίξιμο των αιώνων σε μια στιγμή, να πανηγυρίζουν την αιωνιότητα της φυλής και να ονειρεύονται τη συνέχεια της ζωής και της ιστορίας. Και όταν χορταίνουν οι ψυχές τους, κάθονται όλοι μαζί στον χαμηλό σοφά και αρχίζουν μια μακριά συζήτηση.
Ο Σέκερης ρωτά τον Γέρο για το ταξίδι του, για το πως νιώθει που ξαναβρίσκεται στον Μοριά και κυρίως τι γίνεται με τις προετοιμασίες. Εκείνος κουνάει το κεφάλι του, μένει για λίγο συλλογισμένος κι ύστερα απαντά χαμογελώντας.
«Ρωτάς πώς νιώθω; Πού να βρω λόγια να σου το πω, γιε μου; Να, σαν να ’φυγε ένας βράχος που πλάκωνε τα στήθια μου και για πρώτη φορά από τότε που ένιωσα τον κόσμο να μπορώ να ανασαίνω λεύτερα. Όσο για το ταξίδι μου, ούτε που θυμάμαι πώς ήταν. Μάλλον έφτασα πετώντας όταν πήρα την ειδοποίηση να γυρίσω πίσω».

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… «Μια σφαίρα βρίσκει τον αδελφό του, τον Δήμο και τον ξαπλώνει νεκρό. Ο Διάκος τρέχει κοντά του, βάζει οχύρωμα το άψυχο κορμί του αδερφού του και μάχεται με μανία, πυροβολώντας ταυτόχρονα με το τουφέκι και με την πιστόλα του. Κάποια στιγμή ο Νικόλας βλέπει με φρίκη το τουφέκι του να κοκκινίζει από το πύρωμα και να αχρηστεύεται. Το ίδιο συμβαίνει σε λίγο και με την πιστόλα του. Τα πετάει μακριά, σέρνει το σπαθί του και συνεχίζει.
Μια σφαίρα όμως, σπάζει το σπαθί, ενώ μια δεύτερη, τον βρίσκει στον ώμο και τον τσακίζει. Με το ένα του χέρι άχρηστο και άοπλος πια, πέφτει στα χέρια των αντιπάλων του, που τον αρπάζουν και τον οδηγούν στον Βρυώνη. Τα πόδια του δεν τον κρατούν, μα η περηφάνια του δεν του επιτρέπει να λυγίσει. Δαγκώνει τα χείλη και προχωρά μέχρι το αρχηγείο του Πασά.
«Εσύ ’σαι ο Διάκος;» ρωτά εκείνος με θαυμασμό, που μάταια προσπαθεί να κρύψει.
«Εγώ», του αποκρίνεται μονολεκτικά, ορθώνοντας το κορμί του.
«Και τι σας έπιασε, ορέ, και πήρατε τ’ άρματα;» «Τη λευτεριά μας γυρεύουμε, Πασά, γι’ αυτήν πολεμάμε». «Είσαι παλικάρι, ορέ Διάκο, μα θα χαθείς ανώφελα. Παράτα τα κι έλα μαζί μας. Γίνε Τούρκος, μπρε, και ό,τι γυρέψεις είναι δικό σου».
Ο Διάκος τον κοιτάζει ανέκφραστος για λίγο κι ύστερα του απαντά ήρεμα:
«Ούτε εγώ το θέλω ούτε εσένα ωφελεί να σε δουλέψω. Εγώ Έλληνας γεννήθηκα κι Έλληνας θα πεθάνω. Κάμε λοιπόν ό,τι νομίζεις και μη χάνεις τον χρόνο σου». Ο Ομέρ, τον κοιτάζει αμίλητος. Τον θαυμάζει. Φαίνεται στο βλέμμα του, μα δεν τολμά να του φερθεί ανάλογα για να μην τον κατηγορήσουν οι δικοί του.
Και προφανώς, για να βγάλει την ευθύνη από πάνω του, τον στέλνει στον Κιοσέ Μεχμέτ, που και εκείνος προσπαθεί να τον πείσει να προσκυνήσει. Έμπειροι στρατιωτικοί και οι δύο, γνωρίζουν πολύ καλά την εντύπωση που θα δημιουργούσε μια λιποταξία του Διάκου. Είναι ξακουσμένος, σπου- δαίος ανάμεσα στους Ρωμιούς και θα ήταν μεγάλη επιτυχία για τους σκοπούς τους αν γινόταν δικός τους.
Και οι δικές του όμως προτάσεις, έχουν την ίδια αντιμετώπιση από τον Διάκο, που χάνοντας την υπομονή του, ξεσπά με θυμό στα ταξίματά του:
«Να πάτε να χαθείτε κι εσείς και η πίστη σας! Γεννήθηκα Έλληνας, το ξαναείπα, κι Έλληνας θα πεθάνω». Ο Νικόλας που παρακολουθεί με πιασμένη την ανάσα, όλη αυτή την περιπέτεια, ανατριχιάζει σύγκορμος με την αντίδραση του ήρωα, γιατί νιώθει ότι με τα λόγια του υπέγραψε τη θανατική του καταδίκη.
Ο Κιοσέ Μεχμέτ καλεί τον σεΐζη του (ιπποκόμο-υπηρέτη) και του λέει:
«Πάρ’ τονε, ορέ, τον γκιαούρη (άπιστο) και ρίχ’ τονε στα σίδερα».

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… «Από εμένα τον Θοδωράκη Κολοκοτρώνη, άρχοντα των ακαταμάχητων Ελληνικών στρατευμάτων, εις εσένα τον Μουσταφά Κεχαγιά Βελή:… Νόμισες ότι επειδή πέρασες εύκολα στον Μοριά με τους μισθοφόρους σου, θα μας τρόμαζες και με ανόητη υπερηφάνεια τόλμησες να χτυπήσεις τον ηρωικό στρατό μας στο Βαλτέτσι, με αποτέλεσμα να πάθεις όσα έπαθες και να πάρεις στον λαιμό σου τους δικούς σου. Σου στέλνω λοιπόν αυτό το γράμμα για να “σπάσετε πλάκα”, γιατί εμείς έχουμε διαταγή από τον Πρίγκιπα να πολεμήσουμε όχι μόνο τους Τούρκους, αλλά και όσους από τους δικούς μας σκέφτονται σαν εσάς. Αυτά σου είναι αρκετά για να καταλάβεις και να ξέρεις ότι, αν δεν υπακούσεις να παραδώσεις τα άρματα, θα σου τα πάρουμε με την ανδρεία μας. Και αν θέλεις δοκίμασε άλλη μία φορά, παλικαρίσια, αν σου βαστά, να έλθεις σαν παλικάρι ταχτικά κατά πάνω μου. Αλλιώς έρχομαι εγώ κατά πάνω σου αφού θα σε έχω προειδοποιήσει μία ημέρα πρωτύτερα για να ετοιμασθείς. Αυτά και καλή αντάμωση στο σαράγι σου μέσα.

Θοδωράκης Κολοκοτρώνης, πρώτο έτος ελευθερίας».

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… «Κάποτε οι κρότοι σταματούν. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονται πια είναι το λαχάνιασμα των ζωντανών, οι κραυγές των τραυματισμένων και οι σάλπιγγες που δίνουν το σήμα του τέλους της μάχης. Μιας μάχης που στοίχισε χίλιους διακόσιους νεκρούς στον Ιμπραήμ και οχτακόσιους στους Έλληνες. Ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Παπαφλέσσας, που έπεσε με το σπαθί στο χέρι. Είναι 20 Μαΐου του 1825. Καρδιά της άνοιξης και η φύση έχει τους δικούς της κανόνες. Ένα δροσερό αεράκι παίρνει μακριά τους καπνούς, δροσίζει τα φλογισμένα πρόσωπα των ζωντανών και χαϊδεύει τα δέντρα που φουρφουρίζουν ειρηνικά. Και ανάμεσα στη φρίκη και την ηρεμία, ο νικητής Ιμπραήμ πλησιάζει το ταμπούρι του αντιπάλου του αναζητώντας το άψυχο σώμα του. Το βρίσκουν, μα χωρίς το κεφάλι του, που έχει αποκοπεί. Διατάζει να το βρουν, να το πλύνουν και να το τοποθετήσουν στη θέση του. Και όταν οι εντολές του εκτελούνται, πλησιάζει, στέκεται μπροστά στον νεκρό αντίπαλό του και παρατηρεί εντυπωσιασμένος το «ολοζώντανο» πρόσωπο με τα ολάνοιχτα μάτια, τα σφιγμένα χείλη και την τρομαχτική αποφασιστικότητα που εκπέμπει η έκφρασή του. Λένε ότι αφού έμεινε για κάμποσο ακίνητος, πλησίασε, έσκυψε και ασπάστηκε τον νεκρό».

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

… «Γεώργιε, θα ζήσει;»
Ο Σέκερης τον αγκαλιάζει στοργικά και αναλαμβάνει και πάλι τον άχαρο ρόλο να του πει πικρές αλήθειες. «Όχι, Νικόλα μου. Ο ανυπότακτος Καραϊσκάκης, ανήμερα της γιορτής του, έχασε τη σπουδαιότερη μάχη της ζωής του. Τη μάχη για τη δική του ζωή. Αυτή η απώλεια, μας καταρράκωσε όλους και περισσότερο τον Κολοκοτρώνη, που τον πίστευε, τον προστάτευε και τον αγαπούσε παρ’ όλες του τις ιδιορρυθμίες και τα ξεσπάσματα. Μου είπαν ότι μόλις πληροφορήθηκε το θλιβερό νέο για τον θάνατο του αγαπημένου του Γιωργή, έπεσε καταγής, σταύρωσε τα πόδια οκλαδόν, έλυσε τα μαλλιά του και τον μοιρολογούσε κλαίγοντας μέχρι την άλλη μέρα τα χαράματα. Κάποιος από τους άντρες του πλησίασε και του είπε: “Φτάνει, Καπετάνιε μου! Ούτε το παιδί σου δεν έκλαψες έτσι!” Και ο Κολοκοτρώνης τού απάντησε: “Τότε έκλαιγα το παιδί μου. Τώρα κλαίω την Πατρίδα”».

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… Καλή Αντάμωση

... «Κι έτσι, Νικόλα μου, μετά από θυσίες και ολοκαυτώματα, μετά από δοκιμασίες, που έμοιαζαν αξεπέραστες, που κάποιες στιγμές μάς έκαμψαν, αλλά δεν μας σταμάτησαν, καταφέραμε ώστε “ένας τόπος κι ένας χώρος, να ματαειπωθεί Ελλάς”, όπως λέει ο Μακρυγιάννης. Και τώρα, μπορείς να βάλεις και την Τελεία και την Παύλα που με τόση λαχτάρα επιθυμούσες».
Ο Νικόλας, χαμένος ανάμεσα σε αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα δεν ξέρει αν χαίρεται ή αν λυπάται. Και μουδιασμένος ρωτά ψιθυριστά: «Και τώρα, Γεώργιε, λέμε αντίο;» Ο νεαρός ήρωας γονατίζει μπροστά του, τον αγκαλιάζει και του λέει με βεβαιότητα:
«Τώρα, πολύτιμε συνταξιδιώτη μου, λέμε Καλή Αντάμωση!» Και χάνεται από τα μάτια του.»