Αποσπάσματα από το βιβλίο Ζωντανεύοντας ηρωίδες του 1821...Η «απολογία» του Νικόλα … «Ξέχασα ότι εσείς, που τόσο θαύμασα και αγάπησα, δεν φυτρώσατε. Δεν ήρθατε από το πουθενά και κυρίως δεν κάνατε όλο αυτόν τον Αγώνα μόνοι σας. Είχατε μάνες που σας έφεραν στον κόσμο και διέπλασαν τους χαρακτήρες και τις ψυχές σας. Είχατε συζύγους που στέκονταν στο πλευρό σας αλύγιστες και σας έδιναν κουράγιο, κι ας αγωνιούσαν κάθε φορά που φεύγατε από κοντά τους. Μεγάλωσαν τα παιδιά σας μόνες τους και τα έκαναν παλικάρια γενναία και περήφανα. Και όταν χρειαζόταν, έπαιρναν τα όπλα και έβγαιναν μαζί σας στα βουνά, έπαιρναν μέρος στις μάχες, σας φρόντιζαν όταν τραυματιζόσασταν και έκαναν τα πάντα για να μη σας λείπει τίποτα. ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ … “Εγώ ήμουνα δύσκολο παιδί. Τρία πράγματα με ενθουσίαζαν απ’ όταν ένιωσα τον κόσμο: η θάλασσα, οι ιστορίες των θαλασσινών και το να είμαι αρχηγός, όχι μόνο στα μικρότερα, αλλά και στα μεγαλύτερα αδέλφια μου. Τα είχα τρελάνει, τα άμοιρα, μα δεν θύμωναν μαζί μου γιατί ένιωθαν πόσο βαθιά τα αγαπούσα και υποχωρούσαν χωρίς πολλές αντιρρήσεις. ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ … “Λοιπόν, Νικόλα μου, αυτή η συμπεριφορά του άρχισε να μου κινεί το ενδιαφέρον, μέχρι τη στιγμή που σταμάτησε ξαφνικά, στάθηκε απέναντί μου και αφού με κοίταξε καλά καλά, μου έριξε την οβίδα: “Μαντώ, μέχρι τώρα σας θαύμαζα για την ομορφιά και τη φήμη σας. Τώρα, νιώθω κάτι περισσότερο από θαυμασμό. Νιώθω αγάπη. Εσείς;” Λογικά, θα έπρεπε να φερθώ τουλάχιστον ευγενικά, αλλά κάτι μέσα μου αγρίεψε και έχασα τον έλεγχο. “Εγώ δεν νιώθω τίποτα πέρα από το χρέος μου. Δεν έχω την πολυτέλεια να βάλω στην καρδιά μου τίποτα άλλο από την πατρίδα μου Ίσως κάποτε, όταν αλλάξουν τα πράγματα και η ελευθερία αγκαλιάσει την Ελλάδα, να το σκεφτώ. Μα και τότε, ο μόνος που θα μπορούσε να γίνει σύντροφός μου, θα ήταν κάποιος που αγωνίστηκε για την ελευθερία”. ΠΑΝΩΡΑΙΑ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑ (γνωστή και ως «Ψωροκώσταινα») … “Έτσι, όταν το 1826 το Μεσολόγγι υπέφερε από τις ορδές του Ιμπραήμ, στο Ναύπλιο πραγματοποιήθηκε ένας έρανος για να σταλούν ενισχύσεις στους πολιορκημένους Μεσολογγίτες. Όμως ποιος να προσφέρει στους πεινασμένους όταν όλοι πεινούσαν; Τι να δώσεις όταν δεν έχεις; Την ψυχή σου; Και έτσι άρχισε να επικρατεί απογοήτευση. Αποσπάσματα από το βιβλίο Η μεγάλη αναμέτρηση
…«Όλα κυλούν ήρεμα, σχεδόν τέλεια. Η ζωή στο σχολείο είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να ονειρευτεί ένα παιδί. Φίλοι, παλιοί και καινούργιοι, που τον περιβάλλουν με αγάπη, καθηγητές που τον αγκαλιάζουν με στοργή, μαθήματα που τον ευχαριστούν και δεν τον δυσκολεύουν και κυρίως ο Πρίγκιπας μαζί του, να τον γεμίζει υπερηφάνεια και σιγουριά με την παρουσία του. Μα και στο σπίτι, όλα έχουν βρει πια τους ρυθμούς τους. «Έχουν μπει σε μια σειρά», όπως τονίζει συχνά-πυκνά η μητέρα του, ευχαριστώντας τον Θεό για τη βοήθειά Του. Τότε τί φταίει και δεν είναι ευτυχισμένος; Γιατί εκεί που είναι μια χαρά, ανάμεσα σε φίλους αγαπημένους και -επιτέλους- γονείς ήρεμους, ο ίδιος νοιώθει ένα ασήκωτο βάρος να πιέζει το στήθος του και να του μαυρίζει τις ημέρες; Γιατί τα βράδια που πέφτει να κοιμηθεί δεν του κολλάει ύπνος, η σκέψη του ξεστρατίζει και τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα; Είναι αχάριστος; «Επιτέλους τί σου λείπει;» μουρμουρίζει επιπλήττοντας τον εαυτό του με αγανάκτηση και την ίδια στιγμή χαμογελάει πικρά, γιατί κατά βάθος ξέρει. Ξέρει ακριβώς τι του λείπει και δεν τον αφήνει να χαρεί αυτά που θα έπρεπε να τον κάνουν ευτυχισμένο, αν… Αυτό το πικρό ΑΝ, που στοιχειώνει τις νύχτες του, που βαλτώνει τα συναισθήματά του, που κάνει την ψυχή του βαριά σαν μολύβι! Αν μπορούσε να μιλήσει σε κάποιον. Μα ποιόν να επιλέξει»…
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
… -«Αστειεύεστε; Γράμμα στον Άγιο Βασίλη θα γράψετε. Μπορεί να έχει περιορισμούς; Μπορείτε να ζητήσετε ό,τι θέλετε και αν κάποιος από εσάς θεωρεί ότι αυτό που ζήτησε δεν πρέπει να κοινολογηθεί, δεν έχει παρά να σημειώσει στο γραπτό του και έχετε το λόγο μου ότι θα μείνει μυστικό ανάμεσα σ’ αυτόν, στον Άγιο και στον ενδιάμεσο, δηλαδή εμένα... …«Τα παιδιά για πρώτη φορά ησυχάζουν αμέσως, ανοίγουν τα τετράδιά τους και αρχίζουν να γράφουν χωρίς χρονοτριβή. Η καθηγήτριά τους τα παρακολουθεί με μητρικό χαμόγελο, να μεταμορφώνονται σαν από θαύμα, από αγριωποί έφηβοι σε αυτό που πραγματικά είναι, ονειροπόλα, γεμάτα τρυφερότητα και πίστη στο όνειρο παιδιά, που αφήνουν τους εαυτούς τους ελεύθερους να βιώσουν και πάλι τη χαρά της αθωότητας και της πίστης στα θαύματα και στα παραμύθια. «Ίσως να είμαστε ασυγχώρητοι», συλλογίζεται, «που έχουμε χάσει την πραγματική επικοινωνία με τα παιδιά. Δίνουμε περισσότερο βάρος στα πρακτικά και ξεχνάμε, αιχμαλωτισμένοι και εμείς στα διάφορα πρέπει, τις ανάγκες της ψυχής τους. Τα πιέζουμε, τα πειθαναγκάζουμε, τα στύβουμε πραγματικά και τους κόβουμε αυτό που έχουν ανάγκη για να είναι ευτυχισμένα. Το οξυγόνο της ανεμελιάς, του ονείρου, της φαντασίας και της ελευθερίας. Τους παρέχουμε πολλά. Ίσως τα περισσότερα απ’ ό,τι είχαν ποτέ παιδιά. Μα είναι τόσο πεζά, τόσο καθημερινά, που τα αφήνουν σχεδόν αδιάφορα. Και τότε τα λέμε αχάριστα, ανικανοποίητα, άπληστα, χωρίς να σκεφτόμαστε ποιος ευθύνεται γι’ αυτό που γίνονται τα παιδιά μας.» … … «Ε, λοιπόν, η σημερινή ημέρα της αυτοκριτικής και της αυτογνωσίας, ας είναι και η δική μου ευκαιρία να επωφεληθώ από το θαύμα των Χριστουγέννων. Να επικοινωνήσω, με όσο παιδί έχει απομείνει μέσα μου, με τον Άγιο Βασίλη και να του ζητήσω να με βοηθήσει να αναθεωρήσω την πορεία μου, να απαλλαγώ, όσο μου επιτρέπεται, από τα καταπιεστικά πρέπει και να γίνω καλύτερη σ’ αυτό που πάντα ονειρευόμουν.» …
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
-«Αν γίνεται -του λέει- σε ικετεύω, βοήθησέ με να νιώσω τη χαρά των Χριστουγέννων έστω και σαν όνειρο, έστω για μια στιγμή μόνο».
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Έτσι κι’ αλλιώς, ο Πρίγκιπας είναι η μόνη μας ελπίδα. Ας το τολμήσουμε και ο Θεός βοηθός. Είμαι σίγουρος ότι δεν θα μας απογοητεύσει. Θα δείτε. Έτσι ο Πρίγκιπας, μετά την υπομονετική καθοδήγηση του Ιβάν, ξεκινά για την πιο δύσκολη και επικίνδυνη αποστολή που έχει αναλάβει ποτέ. Φεύγει από το σπίτι κρατώντας στο στόμα του ένα μπαλάκι και αρχίζει να περιπλανιέται εδώ κι εκεί, ψάχνοντας σκουπίδια, μυρίζοντας ξένες πόρτες, «σημαδεύοντας» γωνιές και κήπους, μα πάντα με το μικρό μπαλάκι στο στόμα. Κάποια στιγμή και μετά από περιπλάνηση αρκετών ωρών, καταλήγει στη γειτονιά του Αλεξέι, όπου εντελώς «τυχαία» ανακαλύπτει ένα σωρό σκουπιδιών στην αυλή του και σπεύδει να ψάξει μήπως και βρει εκεί κάποιον πολυπόθητο μεζέ για να χορτάσει την πείνα του. Σκαλίζει με ανυπομονησία τα σκουπίδια, αναποδογυρίζει κουτιά, σκίζει σακούλες, μέχρι που ανακαλύπτει κάτι που τον ενδιαφέρει και αρχίζει να γαβγίζει ευχαριστημένος. Ο Αλεξέι ακούει το γάβγισμα και η καρδιά του αναπηδά. «Ο Πρίγκιπας! Τον έστειλε σίγουρα ο Ιβάν! Για κάτι θέλει να με ενημερώσει ο φίλος μου. Δεν με ξέχασε», συλλογίζεται και αμέσως πετιέται από το κρεβάτι του και βγαίνει έξω, όπου βλέποντας τον χαλασμό που έχει κάνει στο μεταξύ ο Πρίγκιπας, αρχίζει να του φωνάζει τάχα αγριεμένος. Ο έξυπνος σκύλος απομακρύνεται ενώ ο Αλεξέι αρχίζει να συμμαζεύει τα σκορπισμένα σκουπίδια, ανάμεσα στα οποία βρίσκεται το μπαλάκι που του άφησε ο Πρίγκιπας. Το παίρνει και το βάζει με τρόπο στην τσέπη του. Συγχρόνως, κατευθύνεται προς την αποθήκη για να πάρει υποτίθεται μερικές σακούλες, να μαζέψει τα σκορπισμένα σκουπίδια. Όταν βγαίνει, αφήνει την πόρτα μισάνοιχτη, ενώ σφυρίζει «ανέμελα» έναν συγκεκριμένο σκοπό. Το σφύριγμα φτάνει στ’ αυτιά του Πρίγκιπα που περιμένει κρυμμένος ανάμεσα σε μερικούς θάμνους και αμέσως σπεύδει να τρυπώσει στην αποθήκη. Εκεί τον βρίσκει ο Αλεξέι όταν τελειώνει το «συμμάζεμα» και τον αγκαλιάζει με αγάπη. Συγχρόνως, ανοίγει το σκισμένο μπαλάκι που του έφερε και βγάζει από μέσα Διαβάζει και ξαναδιαβάζει με λαχτάρα όσα του γράφει, κρατώντας στην αγκαλιά του τον Πρίγκιπα, που και μόνο η παρουσία του, του δίνει κουράγιο για τον σκληρό αγώνα που ήδη άρχισε. Αποσπάσματα από το βιβλίο ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΚΩΝ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
… «Αφού περνούν κάποια λεπτά για να συνέλθουν όλοι, ο Σέκερης απευθύνεται στον Σκουφά και με μεγάλη σοβαρότητα του ανακοινώνει τις αποφάσεις του. -Γεώργιε, έχεις ακόμα καιρό. Σκέψου τι πας να κάνεις. -Δεν έχω να σκεφτώ τίποτα. Αποφάσισα. Τώρα είναι η δική σου η σειρά. Με θεωρείς άξιο να μάθω; Αν ναι, προχώρα. Αν όχι, σημαίνει ότι απέτυχα να σε πείσω και άρα δεν αξίζω την τιμή. -Σώπα.Η τιμή που λες είναι δική μου, γι’ αυτό πλησίασε και πάρε αυτό εδώ. Και βάζοντας το χέρι στην τσέπη του, βγάζει ένα κομμάτι χαρτί και του το δίνει. -Είναι ο μικρός όρκος, του λέει. Διάβασέ τον τρεις φορές να τον ακούσω. Ο Σέκερης παίρνει τον όρκο με χέρια που τρέμουν από συγκίνηση και με φωνή βραχνή, διαβάζει:
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
… «Σαν τελειώνει και ο μεγάλος όρκος, ο Σκουφάς σφίγγει στην αγκαλιά του το Σέκερη, τον φιλάει σταυρωτά και τον καλωσορίζει επίσημα στους κόλπους της Εταιρείας. -Σήμερα, λέει βραχνά, είναι ημέρα γιορτής και θα έπρεπε να τη γιορτάζουμε από εδώ και πέρα κάθε χρόνο. Σήμερα η Εταιρεία απόχτησε το πρώτο παιδί της, εσένα, αδελφέ Γεώργιε και έλαχε σε μένα η τιμή να σε δεχτώ πρώτος στην αγκαλιά μου. Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό και εύχομαι ν’ ακολουθήσουν τα βήματά σου πολλοί ακόμα Πατριώτες. Ο Σέκερης, που δεν εμπιστεύεται τη φωνή του από τη συγκίνηση, περιορίζεται σ’ ένα σιωπηλό γνέψιμο. Ύστερα ανοίγει ένα μικρό μπαούλο που βρίσκεται πλάι στο γραφείο, παίρνει από μέσα μια φούχτα γρόσια και τα βάζει στα χέρια του Σκουφά. -Αυτά έχω όλα κι’ όλα, του λέει. Σου τα δίνω για την κάσα της Εταιρείας μας. Εγώ πλέον δεν έχω ανάγκη από αυτά. Βρήκα το σκοπό μου και αυτό μου αρκεί.» …
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
… -«Και πώς είναι τα πράγματα εκεί κάτω στην Πατρίδα; -Μα γιατί δεν κάνουν επιτέλους κάτι; ρωτάει θυμωμένα σχεδόν ο Υψηλάντης. -Γιατί δεν μπορούν. Γιατί δεν έχουν που να στραφούν για βοήθεια και συμβουλή. Γιατί όλοι όσοι θα μπορούσαμε να κάνουμε αυτό το κάτι που λέτε, φύγαμε. Αφήσαμε πίσω την Πατρίδα και τους συμπατριώτες μας και πήραμε των ομματιών μας αναζητώντας μια ψευδαίσθηση ελευθερίας σε ξένους τόπους, φιλόξενους μα πάντα ξένους. -Μα δεν απόμεινε κανένας; Και οι Αμαρτωλοί; Οι Κλέφτες; Οι Καπεταναίοι; -Και ποιό είναι αυτό; Όπλα; Χρήματα; -Κάτι προσπαθείς να μου πεις ή κάνω λάθος;»… Από την κοινωνική σειρά «Ιβάν και Πρίγκιπας» Αποσπάσματα από το βιβλίο Ιβάν και Πρίγκιπας… «Από μένα, του είχε πει με τρεμάμενη φωνή, εκτός από την ευχή και την αγάπη μου, θα πάρεις μαζί σου ένα ακόμα δώρο. Θέλω να πάρεις μαζί σου τον Πρίγκιπα. -Μπορώ και θέλω εγώ. Άλλωστε, έχω τίποτα πιο αγαπημένο από σένα; Και όμως, σε στερούμαι για το καλό σας. Ε, λοιπόν, θα σταματήσω στον Πρίγκιπα; Γι’ αυτό κάνε μου τη χάρη και πάρ’ τον μαζί σου. Είναι καιρός να γυρίσει και αυτός πίσω στην Πατρίδα των προγόνων του, όπως θα κάμετε και σεις. Βλέπεις, όπως όλοι μας, έτσι και τούτος βαστάει από τους πρώτους εκείνους συντρόφους που έφεραν μαζί τους οι δικοί μου παππούδες, όταν παιδιά ακόμα έφτασαν εδώ. -Ναι, ξέρω. Είναι η συνέχεια του Μούργου και της Χιονάτης. Οι προσπάθειες του παππού να αστειευτεί πήγαν βέβαια χαμένες, γιατί ο πόνος του αποχωρισμού δεν άφηνε τέτοια περιθώρια. Και ο Ιβάν δεν μπόρεσε ούτε μια στιγμή να χαμογελάσει με τις «περγαμηνές» του Πρίγκιπα, ούτε τότε που τις ανέφερε ο παππούς, ούτε τώρα που το ξανασκέφτεται.»…
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
… «Αχ, μανούλα μου», σκέφτεται τώρα ο Ιβάν, τρέμοντας. «Αυτό ακριβώς φοβάμαι. Αυτή η ώρα με τρομάζει και μου λύνει τα γόνατα, όπως και το τι με περιμένει όταν θα μπω στην τάξη και θα βρεθώ απέναντι σε είκοσι πέντε άγνωστα, ξένα παιδιά, που θα έχουν καρφωμένα τα μάτια τους πάνω μου! Και εγώ θα πρέπει να τα πλησιάσω, να τους μιλήσω, να μπω ανάμεσά τους, να καθίσω πλάι τους, να γίνω ένα μαζί τους, αν το μπορέσω! Αν μου το επιτρέψουν!» Όλη αυτή την ώρα, στέκεται σε μια γωνιά αμήχανος και περιμένει να χτυπήσει το κουδούνι για να πάει στην τάξη που του υπέδειξε μία κυρία, από την προηγούμενη ημέρα, όταν ήρθε με τους γονείς του για να τον γράψουν. Ήταν συμπαθητική. Του μίλησε ωραία και τον έκανε να αισθάνεται σχεδόν ήρεμος. Σήμερα, όμως, αν δεν τρεπόταν, θα το έβαζε στα πόδια, αλλά τί να πει στους γονείς του, που θα τον ρωτούσαν σίγουρα γιατί φάνηκε τόσο δειλός; Έτσι, στέκεται και περιμένει υπομονετικά, με μοναδική συντροφιά και πηγή δύναμης, τον Πρίγκιπα, που κάθεται στητός έξω από τα κάγκελα και τον κοιτάζει στα μάτια, βγάζοντας κάθε λίγο ένα σιγανό γρύλισμα, ίσα-ίσα να το ακούν οι δυο τους, σα να θέλει να τον καθησυχάσει και να τον διαβεβαιώσει ότι θα είναι εκεί, φίλος και φύλακάς του άγρυπνος. Και παίρνει πραγματικά κουράγιο ο Ιβάν. Σκέφτεται και τα λόγια του παππού: «Πρόσεξε, μικρέ, μη με ντροπιάσεις εκεί κάτω στην πατρίδα. Θέλω όλοι να σε δείχνουν με καμάρι και να λένε ότι αυτό το παιδί που μας ήρθε από μακριά, είναι ένα άξιο δικό μας παιδί και το αγαπάμε.» …
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
… -«Δεν σε καταλαβαίνω, Ιβάν. Εσένα γιατί σ’ ενδιαφέρουν όλα αυτά;
Κοιτάζει αμήχανο τριγύρω τα ξαφνιασμένα πρόσωπα που το περιβάλλουν και ενώ τα μάτια του βουρκώνουν, ψελλίζει με παράπονο:
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
… «Ο Ιβάν έχει γίνει κατακόκκινος. Αισθάνεται αμηχανία μπροστά σ’ αυτόν τον άνθρωπο που ξεγυμνώνει την ψυχή του σε ένα παιδί και γεμάτος συντριβή, του γυρεύει συγχώρεση για τα σφάλματά του. -Όχι, αγόρι μου. Δεν περιττεύουν. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που ένιωσα τι θα πει πραγματικό ανθρώπινο ενδιαφέρον. Πρώτη φορά κάποιος έβαλε σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή για να κάνει κάτι καλό για μένα, και μάλιστα για το μονάκριβο παιδί μου, που είναι ο αποκλειστικός σκοπός της ζωής μου. Σου οφείλω τη ζωή του παιδιού μου και σε παρακαλώ να μου επιτρέψεις να κάνω κάτι και εγώ για σένα. Όχι ότι μπορώ να σου ανταποδώσω το καλό που μου έκανες, αλλά σαν μια μικρή ένδειξη της ευγνωμοσύνης που νιώθω. Πες μου τι μπορώ να κάνω και θα γίνει αμέσως. -Μα… -Θέλω να δεχτείτε το κουταβάκι που σας έφερα πριν από λίγες ημέρες. Να πάρετε το γιο του Πρίγκιπα, να τον μεγαλώσετε και να τον κάνετε φύλακα στα κοπάδια σας. Είναι από σπουδαία ράτσα, καθαρόαιμος Ελληνικός Ποιμενικός, σκυλί γεννημένο για να φυλάει κοπάδια, να τα προστατεύει από τ’ αγρίμια και να προλαβαίνει τις ζημιές που προκαλούν στην προσπάθειά τους να βρουν τροφή. -Μα αυτό είναι ένα ακόμα δώρο από μέρους σου. Όχι από μένα για σένα. -Κάνετε λάθος. Αυτό θα είναι ένα δώρο και από τους δυο μας προς τη φύση και τις μελλοντικές γενιές. Γιατί, όπως μου έλεγε συχνά ο παππούς μου, «μόνο αν μάθουμε να συνυπάρχουμε όλα τα δημιουργήματα του Θεού σ’ αυτόν τον παράδεισο που λέγεται γη, μόνο αν μάθουμε να σεβόμαστε τις ανάγκες και τα δικαιώματα και των πιο μικρών δημιουργημάτων, προστατεύοντας απλώς τα δικά μας και όχι επιβάλλοντας τους δικούς μας κανόνες, μόνο τότε η ζωή θα μπορέσει να συνεχιστεί και αυτό που κληρονομήσαμε για να το χαρούμε και να το απολαύσουμε, θα το παραδώσουμε όπως έχουμε χρέος και σ’ αυτούς που θα ακολουθήσουν μετά από μας.» Με λίγα λόγια, σας ζητώ να προστατεύσετε τα ζώα σας χωρίς όμως να αφανίζετε τα υπόλοιπα που δεν σας ανήκουν. Και σ’ αυτό είμαι βέβαιος ότι θα είναι πολύτιμος βοηθός ο μικρός Πρίγκιπας, που θα σας φέρω. Ο παππούς μου έλεγε ότι ο κόσμος μας χωράει όλους, αρκεί να χωρούν και οι καρδιές μας την αγάπη που χρειάζεται για να συνυπάρχουμε αρμονικά.» … Αποσπάσματα από το βιβλίο ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1821… «Όλοι τούτοι», και δείχνει τον Σέκερη, «με φωνάζουν Καπετάνιο μπροστά μου και Γέρο πίσω μου. Εσύ, αν θέλεις, λέγε με “Παππούλη”. Άλλωστε, εγγόνι μου είσαι κι εγώ έχω το δικαίωμα ν’ ακούσω αυτή τη γλυκιά λέξη έστω για μια φορά στη ζωή μου».
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
… «Μια σφαίρα βρίσκει τον αδελφό του, τον Δήμο και τον ξαπλώνει νεκρό. Ο Διάκος τρέχει κοντά του, βάζει οχύρωμα το άψυχο κορμί του αδερφού του και μάχεται με μανία, πυροβολώντας ταυτόχρονα με το τουφέκι και με την πιστόλα του. Κάποια στιγμή ο Νικόλας βλέπει με φρίκη το τουφέκι του να κοκκινίζει από το πύρωμα και να αχρηστεύεται. Το ίδιο συμβαίνει σε λίγο και με την πιστόλα του. Τα πετάει μακριά, σέρνει το σπαθί του και συνεχίζει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
… «Από εμένα τον Θοδωράκη Κολοκοτρώνη, άρχοντα των ακαταμάχητων Ελληνικών στρατευμάτων, εις εσένα τον Μουσταφά Κεχαγιά Βελή:… Νόμισες ότι επειδή πέρασες εύκολα στον Μοριά με τους μισθοφόρους σου, θα μας τρόμαζες και με ανόητη υπερηφάνεια τόλμησες να χτυπήσεις τον ηρωικό στρατό μας στο Βαλτέτσι, με αποτέλεσμα να πάθεις όσα έπαθες και να πάρεις στον λαιμό σου τους δικούς σου. Σου στέλνω λοιπόν αυτό το γράμμα για να “σπάσετε πλάκα”, γιατί εμείς έχουμε διαταγή από τον Πρίγκιπα να πολεμήσουμε όχι μόνο τους Τούρκους, αλλά και όσους από τους δικούς μας σκέφτονται σαν εσάς. Αυτά σου είναι αρκετά για να καταλάβεις και να ξέρεις ότι, αν δεν υπακούσεις να παραδώσεις τα άρματα, θα σου τα πάρουμε με την ανδρεία μας. Και αν θέλεις δοκίμασε άλλη μία φορά, παλικαρίσια, αν σου βαστά, να έλθεις σαν παλικάρι ταχτικά κατά πάνω μου. Αλλιώς έρχομαι εγώ κατά πάνω σου αφού θα σε έχω προειδοποιήσει μία ημέρα πρωτύτερα για να ετοιμασθείς. Αυτά και καλή αντάμωση στο σαράγι σου μέσα. Θοδωράκης Κολοκοτρώνης, πρώτο έτος ελευθερίας».
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
… «Κάποτε οι κρότοι σταματούν. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονται πια είναι το λαχάνιασμα των ζωντανών, οι κραυγές των τραυματισμένων και οι σάλπιγγες που δίνουν το σήμα του τέλους της μάχης. Μιας μάχης που στοίχισε χίλιους διακόσιους νεκρούς στον Ιμπραήμ και οχτακόσιους στους Έλληνες. Ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Παπαφλέσσας, που έπεσε με το σπαθί στο χέρι. Είναι 20 Μαΐου του 1825. Καρδιά της άνοιξης και η φύση έχει τους δικούς της κανόνες. Ένα δροσερό αεράκι παίρνει μακριά τους καπνούς, δροσίζει τα φλογισμένα πρόσωπα των ζωντανών και χαϊδεύει τα δέντρα που φουρφουρίζουν ειρηνικά. Και ανάμεσα στη φρίκη και την ηρεμία, ο νικητής Ιμπραήμ πλησιάζει το ταμπούρι του αντιπάλου του αναζητώντας το άψυχο σώμα του. Το βρίσκουν, μα χωρίς το κεφάλι του, που έχει αποκοπεί. Διατάζει να το βρουν, να το πλύνουν και να το τοποθετήσουν στη θέση του. Και όταν οι εντολές του εκτελούνται, πλησιάζει, στέκεται μπροστά στον νεκρό αντίπαλό του και παρατηρεί εντυπωσιασμένος το «ολοζώντανο» πρόσωπο με τα ολάνοιχτα μάτια, τα σφιγμένα χείλη και την τρομαχτική αποφασιστικότητα που εκπέμπει η έκφρασή του. Λένε ότι αφού έμεινε για κάμποσο ακίνητος, πλησίασε, έσκυψε και ασπάστηκε τον νεκρό».
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ … «Γεώργιε, θα ζήσει;»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
… Καλή Αντάμωση... «Κι έτσι, Νικόλα μου, μετά από θυσίες και ολοκαυτώματα, μετά από δοκιμασίες, που έμοιαζαν αξεπέραστες, που κάποιες στιγμές μάς έκαμψαν, αλλά δεν μας σταμάτησαν, καταφέραμε ώστε “ένας τόπος κι ένας χώρος, να ματαειπωθεί Ελλάς”, όπως λέει ο Μακρυγιάννης. Και τώρα, μπορείς να βάλεις και την Τελεία και την Παύλα που με τόση λαχτάρα επιθυμούσες».
Περισσότερα Άρθρα... |